Fugazi – Instrument Soundtrack (dischord)
Ξεκίνημα αυτού του ιδιαίτερου αφιερώματος με έναν ιδιαίτερο δίσκο μιας ιδιαίτερης μπάντας. Η τοποθέτηση στο εξώφυλλο μιας σκηνής του ντοκιμαντέρ Instrument του οποίου αποτελεί αυτός ο δίσκος το soundtrack, είναι κατά μια έννοια η δικαίωση του ρόλου που κατέχει ο ντράμερ της. Πέρα από την χημεία της μπάντας με την οποία ακόμα και τα κρουστά διέθεταν την δικιά τους μελωδικότητα, έχουμε την πανηγυρική απόδειξη πως μπάντα χωρίς εμπνευσμένο ντράμερ, προκοπή δεν βλέπει. Τολμώ να πω πως η συγκεκριμένη θέση θυμίζει αυτήν του τερματοφύλακα στο ποδόσφαιρο, του ατόμου που κάθεται στο βάθος, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις, αλλά ο οποίος εν τέλει κρίνεται άκρως απαραίτητος. Πίσω στο κέντρο, με τα πιατίνια να ορίζουν το βασίλειο του σαν τα δοκάρια του τέρματος, τις μπαγκέτες να είναι τα στερεωμένα καλά γάντια του και τον ρυθμό να αποτελεί την μπάλα που οφείλει να κρατά γερά, οφείλει να στέκει σίγουρος στα μετρήματα του, ακόμη και όταν βρίσκεται έκθετος.
Όσον αφορά το ίδιο το άλμπουμ, η πειραματική ύλη στην οποία στηρίχθηκε το End Hits (βλ. demo του), όπως και διάφορες ακυκλοφόρητες ιδέες που κατέγραψαν μέσα στα χρόνια, συνέχουν ένα χορταστικό και ολοκληρωμένο βήμα της δισκογραφίας τους, το οποίο ακούγεται απολαυστικά είτε συνοδεύοντας τον πρωινό καφέ, είτε ως soundtrack νυχτερινών σκέψεων, προτού μπούμε στο στάδιο των νανουρισμάτων. Διάολε, μέχρι και το χαμηλότονο-πιανιστικό, άγνωστο μέχρι τότε “I’m So Tired”, τολμώ να πω πως ξεπερνά σε βάθος το “So Tired” των Beatles! Συν όλα αυτά, έχουμε και ορισμένα κομμάτια στα οποία παίζουν δύο ντράμερ, όπως επίσης και τα χτυπήματα στην καμπάνα που κοσμεί το σετ του Brendan Canty, όλα για μελέτη, αλλά και για απλή χόρταση.
To Instrument αποκαλύπτει την μαγεία της πρώτης έμπνευσης, η οποία αν δεν αποτυπωθεί, θα ξεχαστεί στην επόμενη στιγμή. Για αυτό μάλλον θεωρείται από τα μέλη της ανενεργής πλέον μπάντας, ένα από τα αγαπημένα τους δημιουργήματα.
New Order – Low-Life (factory)
Συνέχεια με έναν δίσκο, στον οποίο αν και ποζάρει με ύφος μελαγχολικό ο ντράμερ της μπάντας στο εξώφυλλο, εντούτοις στα περισσότερα κομμάτια εδώ δεν ακούμε φυσικά ντραμς! Ίσως να οφείλεται στο φλεγματικό τους χιούμορ αυτή η κίνηση, για την αποτίναξη του άγχους που λογικά θα ένιωθαν μετά την ποιοτική επιτυχία του Power, Lies & Corruption και την εμπορική επιτυχία του Blue Monday, τα οποία είχαν βγει αμφότερα πριν δύο χρόνια.Βάσει αποτελεσμάτων, ο Stephen Morris προσαρμόζεται τέλεια στα νέα του καθήκοντα μπροστά στα drum machine. O αφανής ήρωας των Joy Division και των New Order προσφέρει μια ρυθμική βάση, η οποία ανεβάζει το επίπεδο της όλης παραγωγής. Τα τέσσερα όργανα ακούγονται τόσο κρυστάλλινα, θέτοντας τον ήχο σε ένα νέο επίπεδο τεχνικής, η οποία σήμερα αναπαράγεται από ένα κάρο συγκροτήματα του συρμού.
Για την εποχή που βγήκε, μέσα 1980’s, το όλο αποτέλεσμα ακούγεται εντελώς sci-fi, με την λύση του τότε προβλήματος “κιθαριστικά ή ηλεκτρονικά” να δίνεται συμπτύσσοντας τα αρμονικά. Υπάρχει μάλιστα και μια σύνθεση, η οποία πάει ακόμη παραπέρα την φαντασία του σχήματος. Το ορχηστρικό “Elegia” σαγηνεύει τις αισθήσεις με μια ονειροπόλα αίσθηση και χωρίς τη συνοδεία κρουστών είναι σαν να αιωρείται εναέρια και σχεδόν αόρατα η ευαίσθητη μελωδία του. Το Low-Life είναι ένας νεορομαντικός δίσκος, προσηλωμένος στους στόχους τους οποίους έθεσε εξ αρχής και εν τέλει κρατώντας μέχρι και σήμερα την διαχρονικότητα του, αν και κατ’ ουσία όντας ένας χαμηλών τόνων δίσκος. Ακούγοντας τον από την αρχή, είναι σαν να αποδεικνύεται πως τελικά η συγκεκριμένη δεκαετία δεν ήταν γεμάτη μόνο με πετυχημένα σουξέ, αλλά και με αριστουργηματικούς δίσκους.
R.E.M. – Lifes Reach Pageant (IRS)
Πριν αναδειχτούν οι R.E.M. ως ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ονόματα στο στερέωμα, υπήρξαν μια μπάντα η οποία δούλεψε αρκετά, εξάντλησε τα όρια της ανεξάρτητης κιθαριστικής σκηνής και με υπομονή εγκαθίδρυσε την αισθητική της σφραγίδα. Μπορεί η επιλογή να κοσμήσει o ντράμερ και όχι η ισχυρή περσόνα της μπάντας, ο Michael Stipe, το εξώφυλλο του τέταρτου τους δίσκου, να οφείλεται ίσως στα καραμανλικά του φρύδια, αλλά για την ιστορία, ουδέποτε μετέπειτα δεν συναντήσαμε ένα πρόσωπο μέλους του σχήματος σε εξώφυλλο μεγάλου δίσκου τους.
Πάντως, ακόμη κι αν ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ο πιο άτολμος της πρώτης περιόδου τους, περιέχει όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της μουσικής τους, όπως οι γλυκές τους μελωδικές γραμμές, τα εύστοχα φωνητικά και βεβαίως το γεμάτο παίξιμο του Bill Berry. Όπως έχω ξαναγράψει, η φυγή του συγκεκριμένου λόγω θεμάτων υγείας, είχε ως συνέπεια την κάμψη της μουσικής τους οξύνοιας. Μπορεί εδώ να μην φαίνεται τόσο έντονα, πέρα από ορισμένες ευφάνταστες συνθέσεις, (βλ. “Fall On Me”, “These Days”), αλλά η συνέχεια, με βάση και την ώθηση των προηγούμενων δουλειών τους, θα τους δικαιώσει. Μια δικαίωση η οποία σήμερα τους κάνει να ακούγονται σε αρκετά κομμάτια τους, εξίσου φρέσκοι όπως και τότε.
Μπάμπης Κολτράνης