Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει ακριβής όρος για τον κύκλο καλλιτεχνών που ανήκει η Chelsea Wolfe – είναι ίσως πιο χαρακτηριστική μια σειρά από λέξεις-κλειδιά όπως Roadburn, Neurot Recordings, americana, doom, folk. Με κύριο άξονα τη δημιουργία υποβλητικής και gloomy ατμόσφαιρας, άτομα και σχήματα όπως Woven Hand, King Dude, Scott Kelly, Jarboe ή ακόμα και Daughn Gibson απορροφούν την αμερικάνικη ακουστική μουσική παράδοση – ιδίως τις πιο σκοτεινές πτυχές της, και την αφήνουν να οσμώνεται σε ένα σύγχρονο μουσικό μείγμα που ανοίγει σε μονοπάτια που φλερτάρουν ποικίλως με το ηλεκτρικό, το ηλεκτρονικό και το πειραματικό.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η Wolfe σε αυτόν τον δίσκο συνειδητά αγκαλιάζει περισσότερο από ποτέ την ηλεκτρική, doom πτυχή της μουσικής της, και την εξελίσσει με τον πλέον λογικό τρόπο, προοικονομία του οποίου υπήρχε ακόμα στο ντεμπούτο της, The Grime and the Glow, έχοντας μυριστεί πού ανήκει το κοινό της και ποιες είναι οι κοινές της αναφορές με αυτόν τον κύκλο.
Με το που ξεκινάει ο δίσκος δείχνει το συχνοτικό και ενορχηστρωτικό του πρόσωπο. Αργόσυρτα strokes κιθάρας, πυκνά παραμορφωμένα μπάσα μπασταρδεμένα με ηλεκτρονικά γεμίζουν τις χαμηλές, ενώ επιθετικά τύμπανα και βουτηγμένες στο βάθος φωνές που συχνά πυκνά λουπάρονται για να δημιουργήσουν δικά τους layers, φάλτσα υψίσυχνα βιολιά και feedbacks ολοκληρώνουν το φασματικό παζλ – όλα γνώριμα και ταυτόχρονα καινούρια. Η παραγωγή φυσικά είναι αντίστοιχα πυκνή και ογκώδης – η Wolfe έχει αφήσει για τα καλά το lo fi στοιχείο του παρελθόντος εδώ και καιρό.
Το δεύτερο πράγμα που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι η συνθετική ποιότητα των κομματιών. Η εγκαθίδρυση κάποιων προτύπων γραφής και χαρακτήρα είναι ένα μέρος της επιτυχίας, το οποίο έχει ήδη κατακτήσει από το Pain is Beauty, αλλά το στοιχείο που θέτει τα θεμέλια και αποτελεί συνήθως τον καθοριστικό παράγοντα στην ποιοτική ζυγαριά είναι (όσο απλό και αυτονόητο και αν ακούγεται) το να έχει καλές μουσικές ιδέες. Και το Abyss βρίθει από αυτές, κάνοντας ελάχιστες κοιλιές – το οποίο ήταν το κύριό μου παράπονο από την προηγούμενη δουλειά της.
Αυτό που φυσικά κάνει ισχυρό το όλο πόνημα είναι το όραμα και η προσωπικότητα της Wolfe, διάχυτη ομοιογενώς σε όλες τις εκφάνσεις του δίσκου. Από το εξώφυλλο και τη στιχουργική έως τους τονισμούς και την εκφραστικότητα των φωνητικών που θρηνούν, σε καταπίνει σε σκοτεινά νερά και σε μπωντλαιρικές εικόνες που σε αφήνουν να ψάχνεις να αναδυθείς για να πάρεις ανάσα – κάτι που οριακά σου επιτρέπει να κάνεις με τα πιο ακουστικά κομμάτια. Δεν υπάρχει αμφιβολία για την δημιουργική ωριμότητα της Chelsea, την οποία αυτός ο δίσκος αισίως επισφραγίζει.
Εν τέλει, το μεγάλο στοίχημα είναι αν όλο αυτό πείθει τον ακροατή και κατά πόσο πετυχαίνει να του επιβληθεί. Η απλούστερη απάντηση είναι πως όσ@ γοητεύονται από αυτού του τύπου τη θεματολογία και ατμόσφαιρα σίγουρα θα βρουν και με το παραπάνω σημεία που θα τ@ς απορροφήσουν και θα τ@ς βυθίσουν στην εσωστρέφεια του Abyss. Για τ@ς υπόλοιπ@ς, θα έλεγα πως μια ακρόαση θα άξιζε της προσοχής τ@ς – ακόμα και αν δεν τ@ς κρατήσει τόσο η εν λόγω αισθητική, σίγουρα θα εντοπίσουν ουσιώδεις μουσικές στιγμές και μια προσωπικότητα που έχει να πει κάτι μέσα από τις υπάρχουσες όσο και τις μελλοντικές της κυκλοφορίες.
Ηρακλής Χιονίδης