Κοιτάω διάρκεια δίσκου: Μία ώρα και 20 λεπτά. 18 κομμάτια. Αισθάνομαι κάτι ανάμεσα σε δέος και απορία. Διαβάζω το δελτίο τύπου όπου με περίσσιο πάθος το συγκρότημα επαναλαμβάνει με διάφορους τρόπους πόσο περήφανοι είναι για το πόσο απομακρύνονται από τη metal και πόσο ανατρεπτικοί και ρηξικέλευθοι γίνονται με πλούσιες επιρροές από…
Οκ, ας τα πάρω με τη σειρά.
Μέσα στο 2012, οι Ehnahre βγάζουν τον τέταρτο κατά σειρά δίσκο τους, Old Earth. Με φανερή την επιρροή από σύγχρονους συνθέτες – στοιχεία σειραϊσμού, άφθονη δυσαρμονία και με αρκετά ηχοχρώματα βγαλμένα από free improvisation δημιουργούν έναν μικρό συνθετικό θρίαμβο 37 λεπτών, ένα ενιαίο κομμάτι μοιρασμένο σε 4 μέρη, που κάλλιστα αποτελεί όραμα και άποψη για το τι άλλο απομένει να μπολιαστεί στα πλαίσια του distortion παιξίματος και δη του doom/sludge μετά από την παρακαταθήκη που έχουν αφήσει μπάντες όπως οι Sunn o))), Corrupted, Neurosis κοκ.
Στο Douve, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά εξαρχής. Κατ’ αρχάς, όπως ανέφερα, η διάρκεια και η ποσότητα των κομματιών. Προσωπικά η εμπειρία μου είναι πως ήδη στη 1 ώρα είναι τρομερά δύσκολο σε τέτοιου είδους ακούσματα να κρατηθεί μια συνοχή, μεστότητα: Τόσο δυναμικά όσο και συνθετικά απαιτείται πολύ μεγάλη τέχνη να κρατήσεις έναν ακροατή σε τέτοια μουσική για τέτοιο χρονικό διάστημα. Πολύ περισσότερο όταν στην ουσία μιλάμε για ανεξάρτητες συνθέσεις των 4-5 λεπτών.
Παρ’ όλο που ο κοινός άξονας υποτίθεται πως είναι γύρω από ένα ποιητικό έργο (Theatre, του Yves Bonnefoy), δεν δημιουργείται καμία αίσθηση γενικότερης συνοχής. Ακόμα λιγότερο βοηθάει η σειρά των κομματιών. Ο ηχητικός διαχωρισμός των πρώτων 7 – 8 που εμμένουν στην πιο “ακουστική” πλευρά των Ehnahre αφήνοντας στην άκρη κάθε ίχνος παραμόρφωσης δεν τελεί ικανοποιητικά κάποιου είδους διηγηματικό ή θεματικό ρόλο. Και όταν μετά πια φτάνει στα πολυπόθητα βαριά σημεία, όλα ακούγονται ταλαιπωρημένα, φτάνοντας σε λύσεις και κορυφώσεις ανύπαρκτων κλιμακώσεων και συναισθηματικών φορτίσεων, μια άμορφη ηχητική μάζα με δύο επίπεδα δυναμικής από την αρχή ως το τέλος: Ή τα σιγανά, ακουστικά ηχοτόπια με τα a la Attila φωνητικά και τα δοξάρια σε πιατίνια ή τα blackίζοντα ξεσπάσματα με κοψίματα που φωνάζουν “είμαστε τεχνικοί” και με ξεκούρδιστα πιάνα που προσπαθούν υπερβολικά πολύ να περάσουν ως σοβαρές και ιδιαίτερες παρεμβάσεις.
Με προβλημάτισε εν τέλει αυτός ο δίσκος. Όχι μόνο επειδή είναι κρίμα ένα συγκρότημα με όραμα να χάνει εντελώς το μέτρο δοκιμάζοντας κάθε δυνατή ιδέα και καταγράφοντάς τες όλες χωρίς φίλτρο και χωρίς καμία διακριτή θεματική ανάμεσά τους (ό,τι και αν υποστηρίζουν στο δελτίο τύπου). Όχι μόνο επειδή λόγω αυτού οι καλές εκτελέσεις καταλήγουν να χάνονται σε μια ατελείωτη λάσπη από ασυνάρτητες μετριότητες. Αλλά περισσότερο μάλλον επειδή φαίνεται να υπάρχει μια ψευδαίσθηση ανωτερότητας σε σχέση με την -υπαρκτή κατά τ’ άλλα- ανωριμότητα του metal που δήθεν τους εξοστρακίζει και τους ωθεί να δηλώσουν με κάθε τρόπο πόσο το ανατρέπουν και πόσο απέχουν από αυτό. Ε, ας μην ανέφεραν πουθενά το metal τότε αν τους ενοχλεί τόσο πολύ – προφανώς όμως η εμμονή αυτή έχει να κάνει με το οτι αυτοπλασσάρονται στα πλαίσια αυτού του ήχου. Ειρωνικό βέβαια, καθώς υποτίθεται πως ακριβώς αυτά τα πλαίσια πάνε να καταργήσουν. Όσο ειρωνικό όσο οτι και το bandcamp link τους είναι ehnahremetal.bandcamp.com.
Φυσικά, αυτό που καταφέρνουν με αυτόν τον τρόπο είναι να φαίνονται εξίσου ανώριμοι και ελιτιστές με αυτούς που θέλουν να κατακρίνουν, να χάνουν τη μουσική αμεσότητα που περιτύλιγε εξαίσια και ισορροπημένα το ακαδημαϊκό στοιχείο και να προδίδουν το καλλιτεχνικό όραμα προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι επιτηδευμένα δύστροπο και δύσκαμπτο, ως κράχτη και όχι ως εκφραστικό εργαλείο. Σόρρυ παιδιά, αλλά όταν θέτεις μόν@ σου υψηλές προσδοκίες για τον εαυτό σου περηφανευόμεν@ για το πόσο ακραί@ είσαι για ένα ολόκληρο δισέλιδο, έχω και τις αντίστοιχες απαιτήσεις.
Ηρακλής Χιονίδης