
Οι Mogwai είναι μεγάλη μπάντα, όπως οι νύχτες της Αθήνας είναι μεγάλες, με ή χωρίς εμάς. Χωράει τόσα η μουσική τους, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια κανενός κλασικού άλμπουμ, κανενός εμπορικού τρικ, καμιάς περιττής ή απέριττης κίνησης. Αν και έχουν κλείσει τις δύο δεκαετίες συνεχούς παρουσίας, δεν καταγράφουν καμία καθοδική πορεία ως προς την αποδοχή τους,καθώς η μπάντα χαράσσει μια ευθεία βολή που γεννά ακόμη αξιομνημόνευτα κομμάτια και βραδιές σαν κι αυτήν που παραβρεθήκαμε το περασμένο Σάββατο.
Φτάνοντας στο σημείο της συναυλίας, έγινε προφανές ότι τα παραπάνω εκφράζουν πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσο νόμιζα. Τουτέστιν, ακόμη κι αν βγάλουμε εκείνο το ποσοστό που πάει σε live μόνο για τη φάση, ο κόσμος που παστώθηκε στον συγκεκριμένο old school συναυλιακό χώρο ήταν πολύς (ας όψεται και η υπερπροσφορά εισιτηρίων από τους “έξυπνους” διοργανωτές). Δεν ήταν, όμως, η ουρά που μας έκανε να χάσουμε τους Afformance που άνοιγαν τη βραδιά, αλλά το γεγονός ότι αυτοί ξεκίνησαν δέκα λεπτά πριν την αναγραφόμενη ώρα εμφάνισης στην αφίσα! Αν η απάντηση στην αργοπορία σε παρόμοια σκηνικά είναι αυτή, μάλλον είμαστε καταδικασμέν@ να μη βρίσκουμε ποτέ το μέτρο. Πάντως,σύμφωνα με τα λεγόμενα των μελών της μπάντας μετά, η ίδια το ευχαριστήθηκε παίζοντας εκεί.
Για τους Mogwai, κάθε περιγραφή μιας εμφάνισής τους τείνει να φαντάζει γραφική ως προς αυτό που βγάζει η μπάντα. Ήταν η τέταρτη φορά που τους έβλεπα και, όπως σε κάθε άλλη, ένιωσα να με συγκινούν παίζοντας με το συναίσθημα, χαλιναγωγώντας το και αφήνοντάς το στις κατάλληλες δοσολογίες. Κακά τα ψέματα, αν ήθελαν να κλαίμε κυριολεκτικά για ενενήντα λεπτά, θα το είχαν καταφέρει πανεύκολα, επιλέγοντας κάμποσα θανατερά τους κομμάτια. Δεν το έκαναν όμως, καθώς δεν είναι η μπάντα που θα χαϊδέψει αυτιά, αλλά μια μπάντα που συνεχώς ανανεώνει τον χαρακτήρα της – αν και μιλώντας για τον τελευταίο τους δίσκο, τον βρήκα τόσο μέτριο που δεν μπήκα καν στον κόπο να γράψω μια κριτική για αυτό.
Οπότε, εκπλήξεις δεν είχαμε στην επιλογή των τραγουδιών (πολλά από τα τελευταία άλμπουμ, διάφορα από –σχεδόν– όλα τα παλαιότερα), πέραν του γεγονότος ότι στη σύνθεση της μπάντας είχαμε τον original ντράμερ και όχι την τύπισσα που τον έχει αντικαταστήσει, λόγω θεμάτων υγείας του. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν ο ήχος να ’ναι πιο Mogwai, δηλαδή λιγότερο τεχνικά αψεγάδιαστο παίξιμο στα ντραμς, περισσότερο, όμως, πάθος (βλ. λαθάκια στο “Don’t Believe The Fyfe” και την έκρηξη στο “Hi, I ’m Jim Morrisson, I ’mdead”). Με εξαίρεση μια κοιλιά στις συνθέσεις που επιλέχθηκαν, κάπου στη μέση του σετ, η μπάντα επεδείκνυε τέτοια συνοχή που ο φίλος στην παρέα που δεν τους είχε τσεκάρει ποτέ είπε το αμίμητο “Αυτή είναι η μουσική που χρόνια έψαχνα να ακούσω, αλλά δεν την έβρισκα ποτέ”!
Για μένα, που σε κάποιο βαθμό μου έχουν καθορίσει τα μουσικά μου γούστα, υπήρξαν στιγμές που, αν και δεν βοηθούσε ο χώρος,καταλάβαινα πιο καθαρά από ό,τι παλιά ορισμένα σημεία στα κομμάτια τους και μαγευόμουν από κάποιες ατέλειές τους που τα κάνουν να μη μοιάζουν μεταξύ τους και να μη μοιάζουν και οι στιγμές που τα αγκαλιάζουν μεταξύ τους. Τέλος, όμως, με τις περιγραφές, το βίωμα είναι το παν και οι Mogwai θα το υπηρετούν, όπως φαίνεται, για κάμποσο καιρό ακόμη.
Μπάμπης Κολτράνης