Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε πάλι στην επιρροή που άσκησε αυτή η σημαντική σκωτσέζικη μπάντα στην αποκρυστάλλωση της σύγχρονης ορχηστρικής rock μουσικής ή να μνημονεύσουμε την αρτιστική αρτιότητα των δουλειών της. Ήδη από το ’99 με το Come On Die Young, οι Mogwai αποτίναξαν κάθε προσδοκία που τους ήθελε ναι μεν χωρίς στίχους αλλά σουξεδιάρηδες (βλ. “Summer”), βγάζοντας τον πιο κατηφή και υποτονικό δίσκο της μέχρι τώρα πορείας τους. Πριν τεθούν τα ερωτήματα, οι ίδιοι έθεταν ερωτηματικά με κάθε νέα τους δουλειά που έβλεπε το φως της μέρας κάθε τρεις και λίγο. Ακόμη και η εμφανής στροφή των τελευταίων χρόνων σε πιο στρωτά (ας πούμε μη post rock μονοπάτια) σκοντάφτει στη φαντασία του Barry Burns που ως κρυφή δύναμη παρασέρνει την υπόλοιπη μπάντα σε συνεχώς νέους δρόμους έκφρασης.
Τελικά δεν έχει σημασία πώς, αλλά φτάνουμε αισίως λοιπόν στον όγδοο δίσκο της μπάντας και αυτό που ακούμε δεν θυμίζει σε τίποτα ένα σχήμα που κοντεύει τα είκοσι χρόνια ενεργής παρουσίας. Μόλις στο τέταρτο κομμάτι του δίσκου νιώθουμε τον τυπικό ήχο των Mogwai να κάνει την εμφάνιση του με το κοφτό και μελαγχολικό “Hexon Bogon”. Αυτό ως γεγονός κάθε άλλο παρά μας ενοχλεί, καθώς η ανανεωτική ματιά της μπάντας βγάζει ένα αστρικά συναισθηματικό “I Heard About You Last Night” και τα “Simon Ferocius” και “Remurdered” που μέσα στην απλότητα τους κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Αυτό όμως που συμβαίνει στα πρώτα κομμάτια του δίσκου και γενικότερα στις πρώτες ακροάσεις και των πενήντα λεπτών του Rave Tapes, χάνεται στη συνέχεια. Το “Repelish”, που κλείνει την πρώτη πλευρά του μονού αυτού βινύλιου, εγκλωβίζεται στο χιούμορ που κάνει με βάση την κατηγορία rock δίσκων για την προώθηση σατανιστικών ιδεών. Το “Master Card” κάπου σαν να μην ξέρει πού να εκτονώσει την όποια ενέργειά του, το “Deesh” δεν δικαιολογεί με τίποτα την πεντάλεπτη περίπου διάρκεια του και το “Blues Hour” αποτελεί το αίνιγμα του δίσκου. Μια σύνθεση με φωνητικά που θυμίζει αρκετά δύο γνωστά τους παλιότερα κομμάτια, το “Cody” και το “Take Me Somewhere Nice”, μόνο που εδώ δεν φτάνει αυτή η υπνωτικότητα σε παραισθησιογόνα αποτελέσματα, κάνοντας το δυνατό τέλος κάπως αναμενόμενο. Ευτυχώς για το τέλος έρχεται η καλύτερη στιγμή του όλου δίσκου, το “No Medicine For Regret” που ακινητοποιεί τα πάντα στο πέρασμα του και το γλυκό “The Lord Is Out Of Control”.
Εντάξει, οι Mogwai, καθώς παίζουν κατά κύριο λόγο ορχηστρικά, δεν θα μπορούσαν να έχουν γνωρίσει μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία και αποδοχή από όση έχουν γευτεί ήδη. Το ανήσυχό τους πνεύμα τους κάνει ακόμη ενδιαφέροντες και το Rave Tapes αποτελεί άλλη μια πιστοποίηση του γεγονότος αυτού. Μόνο που το 2006, χρονιά που έβγαλαν το Mr Beast, το Zidane OST και συνεργάστηκαν με τον Clint Mansell και τους The Kronos Quartet για το The Fountain OST, αποτελεί το χρονικό όριο όπου απώλεσαν τη μαγική ικανότητα να μεταμορφώνουν σε χρυσό ό,τι πιάνουν – μιλώντας για ολοκληρωμένα album. Ας μην γίνουμε όμως άλλο κακοί και αυστηροί με την ίδια τη νοσταλγία μας. Ένας νέος δίσκος των Mogwai είναι η ιδανική αρχή για να ξεκινήσει δισκογραφικά μια χρονιά, δίσεκτη ή μη.
Μπάμπης Κολτράνης