Η μοναξιά μάς πνίγει όλ@ς. Σφαλίζει τα παράθυρα, εστιάζει στο όνομα που ορθώνεται στον καθρέφτη και απομένει θλιμμένη στο ημίφως. Αυτό αποδεικνύεται και επιδεικνύεται περίτρανα στη σύγχρονη δισκογραφία της πειραματικής μουσικής, όπου κυριαρχούν τα προσωπικά άλμπουμ. Όσο όμως προβάλλεται το εγώ, τόσο το μέσα μένει μέσα ως ιδέα, αλλά και ως οντότητα. Η μουσική αυτή εξάλλου ερωτοτροπεί με την έννοια της απομόνωσης, καθώς διαθέτει στοιχεία εσωτερισμού, οπότε για αυτό γίνεται μεγαλύτερη η ανάγκη να σπάσει αυτό το μοτίβο της εσώκλειστης δημιουργίας και να συναντηθεί με άλλες. Πολύ απλά, να βγει (προς τα) έξω!
Η CV φαίνεται να τα έχει κατανοήσει όλα αυτά. Αφήνοντας πίσω τη θητεία της στους Dead Texan και τα τρία προσωπικά της άλμπουμ που την καταξίωσαν στον χώρο, προχωρά σε δύο απανωτές κυκλοφορίες που βασίζονται σε συνεργατικό πνεύμα. Η ευχάριστη έκπληξη εκ των δύο αυτών είναι η συνεργασία της με τον JAB των Forma. Βασισμένο στην επένδυση της έκθεσης εικαστικών του Zin Taylor, ένα αυθόρμητο και συνάμα βαθύ άλμπουμ ρέει ακολουθώντας τη ματιά τους που διατρέχει το εν λόγω ενενηντάμετρο έκθεμα σχεδίων. Οι ήχοι του είναι σαν να έρχονται από έξω και όχι από μέσα, και τις στιγμές που αποκτούν μια ambient εσωτερικότητα, αυτή λαμβάνει μια υπερβατική μορφή. Ίσως γι’ αυτό το υγρό στοιχείο είναι αρκετά έκδηλο σε ορισμένες συνθέσεις εδώ, το οποίο αποτελεί το χαρακτηριστικό της κίνησης και της διαδραστικότητας των αισθήσεων.
Αυτή η ζωντάνια του άλμπουμ αποτελεί και την απόδειξη ότι το εν λόγω ντουέτο ήρθε όντως σε μια γόνιμη επαφή με την τέχνη των εικαστικών, φέρνοντας κοντά τους δύο μουσικούς κόσμους των μελών του με κατεύθυνση προς τα έξω. Εξάλλου, αν η κατανάλωση ή έστω ημιτελής απόλαυση ενός έργου μπροστά σε μια οθόνη τείνει να οδηγεί ενίοτε στην κατάθλιψη, η συνάντηση με αυτό διά ζώσης δεν είναι μια αγνή μορφή επικοινωνίας, έκφρασης και συγκίνησης;
Τώρα, το τέταρτο προσωπικό της άλμπουμ θυμίζει αρκετά στην υφή τις προηγούμενες δουλειές της, μιας και κυριαρχεί πάλι μια μυστηριακή κατάνυξη. Αυτό που το ξεχωρίζει είναι η λιακάδα που το διαπνέει στο μεγαλύτερο μέρος του, η οποία οφείλεται στη γόνιμη συνεργασία με μια ομάδα μουσικών που είχαν κύριο λόγο και ως προς την τελική διαμόρφωση του υλικού. Αυτό ακούγεται σαν να ακολουθεί μια αόρατη ρυθμικότητα και ταυτόχρονα σε αρκετά σημεία είναι σαν οι ιδέες να μένουν ανολοκλήρωτες. Συνολικά ο συμπαγής αυτός δίσκος δεν θα στεναχωρήσει τον κόσμο που ήδη έχει αφεθεί στα προηγούμενα τρία άλμπουμ της, ανάγοντάς τον ως μια σταθερή δισκογραφική συνιστώσα, αλλά ταυτόχρονα ελαφρώς προβλέψιμη.
Πάντως τα δύο αυτά άλμπουμ κατά μια περίεργη σύμπτωση διαθέτουν εξώφυλλα που μοιάζουν μεταξύ τους σαν αντεστραμμένα είδωλα της ίδιας μορφής. Το ένα είναι σε λευκό φόντο με απαλή χάραξη και το άλλο σε μαύρο με διασπασμένο το πρόσωπο. Θα έλεγα ότι παραπέμπουν στο ταοϊστικό σύμβολο της λειτουργίας του σύμπαντος. Οι δύο αντίρροπες δυνάμεις, στην περίπτωσή μας οι δύο αυτές μουσικές δουλειές, αλληλοσυμπληρώνονται, με τα θετικά του ενός, βλ. η λευκότητα ως χαλαρή δύναμη του θετικού, να αλληλεπιδρούν με τα αρνητικά του άλλου, βλ. το άγνωστο σκοτάδι ως πηγή του αρνητικού. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό και των δύο πλευρών-ημικυκλίων υπάρχει το σπέρμα του αντίθετού τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, χωρίς να ταιριάζουν απόλυτα μουσικά, ακούγονται ως ένα με έντονο ενδιαφέρον.
Μπάμπης Κολτράνης