Πολλές φορές η διατύπωση ενός ήχου, μιας μουσικής ή ενός δίσκου στο χαρτί είναι δύσκολη υπόθεση. Ειδικά αν την ώρα της συγγραφής, και ακούγοντας τον δίσκο, περνάνε χίλιες σκέψεις από το κεφάλι. Είναι δύσκολο το φρενάρισμα σε βρεγμένο δρόμο. Και ακόμη πιο δύσκολη η διαδικασία της τοποθέτησης σε μια εύλογη σειρά. Παρόλο που η μουσική των Amenra έχει φαινομενικά αρχή, μέση και τέλος, το βαθύτερο συναίσθημα που βγάζει είναι ένας μικρός στρόβιλος από χίλιες αρνήσεις. Και προστίθεται άλλη μια στη λίστα. Αυτή από το τελευταίο τους άλμπουμ με τίτλο Mass VI.
Ο δρόμος που έχουν χαράξει δεν παρεκκλίνει πολύ από την αρχή του. Εντάσεις και ξεσπάσματα, ηρεμία και σκοτάδι. Νομίζω πως αυτό που αλλάζει στους δίσκους τους είναι η σκοπιά του ακροατή κάθε φορά. Ανά κυκλοφορία δίσκου και με την πάροδο του χρόνου και τις χιλιάδες επιρροές που μπορεί να έχει ο κάθε ακροατής, επιστρέφει σε κάτι γνώριμο, αλλά κάθε φορά και λίγο διαφορετικό. Σε κάθε δίσκο, παλιό και καινούριο. Αυτό είναι και η μουσική. Έχει άπειρα στολίδια, και κάθε φορά μπορεί κανείς από την πλευρά του μουσικού να το ερμηνεύσει διαφορετικά και από την πλευρά του θεατή να το αφουγκραστεί διαφορετικά. Οπότε, μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι μπορεί να βγουν άπειροι συνδυασμοί από την αλληλεπίδραση μουσικού-ακροατή.
Με την εισαγωγή του “Children of the Eye”, ακούμε και το πολύ αγαπημένο γνωστό ύφος των Amenra. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Ο προσδιορισμός αυτού είναι δύσκολος, αλλά νομίζω ότι με τη συγκομιδή λεπτομερειών μπορεί να προσδιοριστεί, ως ένα τουλάχιστον σημείο. Μια από αυτές είναι η επιστροφή της μπάντας στη Neurot για την κυκλοφορία. Και αυτό φαίνεται από τα αμιγώς καθαρότερα φωνητικά του Colin H. van Eeckhout, αλλά ταυτόχρονα την εκκωφαντική βρομιά της κιθάρας στο υπόβαθρο. Με εξαίρεση ίσως την αρχή από το “Plus Pres De Toi”, όπου οι εντάσεις φωνητικών και οργάνων είναι στο ίδιο σημείο. Μια ακόμα λεπτομέρεια, που ίσως μόνο με μια αυτιστική επανάληψη ακροάσεων μπορεί να διακριθεί. Ίσως το μόνο που μένει σταθερό και η ραχοκοκαλιά της μπάντας είναι ο πόνος. Και όλα να χτίζονται γύρω από αυτόν. Σαν ένα βαθύ πηγάδι που στον λασπωμένο πάτο του κάθεται μια σκοτεινή φιγούρα. Από επιλογή. Ένα είδος αυτοτιμωρίας για τις αμαρτίες του ανθρώπου.
Στο κομμάτι “A Solitary Reign”, διακρίνεται η προσαρμοστικότητα στο σκοτάδι με αυτοσκοπό την παράνοια. Τα μελωδικά κοψίματα έρχονται και κουμπώνουν άψογα με τα δαιμονισμένα ξεσπάσματα. Με την ίδια ικανοποίηση που τοποθετείς το τελευταίο κομμάτι στο παζλ. Χωρίς κόπο και δισταγμό. Μια τελευταία λεπτομέρεια είναι νομίζω και η ενασχόληση των μελών της μπάντας με side project τους. CHVE, Syndrome, Wiegedood κλπ. Οι επιρροές αχνοφαίνονται κατά τη διάρκεια του δίσκου από τα ήρεμα κομμάτια όπως το “Spjit” και το “Edeikroone” μέχρι και το “Diaken”. Νομίζω, το τελευταίο κομμάτι σηματοδοτεί την αρχή του κορεσμού. Τα διπλά φωνητικά ηχούν σαν τη χιλιοστή φωνή ενάντια στη κανονικότητα. Ο όμορφος κύκνος κείτεται άψυχα σε ένα κομμάτι ξύλου.
Εν κατακλείδι, οι διαφορές του Mass VI είναι μικρές συγκριτικά με τους προηγούμενους δίσκους, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Δεν σημαίνει ότι είναι απλώς άλλος ένας δίσκος Amenra, ίδιος με τους παλιούς. Αυτό που δείχνει, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι ότι η πορεία τους είναι σταθερή, σκοτεινή και οφείλουμε να δώσουμε μια σημασία στη λεπτομέρεια.
ichie