Dale Cooper Quartet & Τhe Dictaphones – Astrild Astrild (Denovali Records)
Όπως θα έκανε στη θέση μου κάθε παλαβός με τον David Lynch, βλέποντας το φανταστικό τους όνομα, ήθελα, πραγματικά ήθελα, να προκύψει ένα καλό album. Η κολεκτίβα από τη Γαλλία δεν με απογοήτευσε, θα έλεγα ότι το πήγε και λίγο παραπέρα. Υπάρχουν από το 2006 και αυτοπροσδιορίζονται ως dark jazz, ταμπελίτσα ελκυστική μα ταυτόχρονα γενικότατη, ασαφής και αμφίσημη, ως κοφτή Πυθίας απάντηση. Υπάρχει μια γερή δόση αλήθειας, αφού ναι, η μουσική τους είναι σκοτεινή και, ναι, τζαζίζει μελαγχολικά. Την ίδια στιγμή, χάνεται σε drone/ambient δρόμους, ορκίζεται στο όνομα του ύψιστου τζαμαριστού αυτοσχεδιασμού και διακοσμεί τη βιτρίνα της με τρεις εξαιρετικούς τραγουδιστές που έχουν πουλήσει την ψυχή τους στα ‘50s. “Sinatra in ambience’’, σκέφτηκα σε στιγμές. Κι όμως, ναι. Ως βίωμα, το Astrild Astrild μοιάζει με το ατελείωτο νυχτερινό ταξίδι ενός τρένου μέσα σε μια ανύπαρκτη μητρόπολη.
Τα απλωμένα πνευστά βουτάνε σε αβύσσους, απλώς αλλάζοντας ημιτόνια με μια θριαμβευτική less is more σιγουριά και το τρένο σφυρίζει με ανθρώπινες αναπνοές. Μεραρχίες από χλωμά πορτοκαλί φώτα, σπειροειδείς λεωφόροι και μαύρα τούνελ εναλλάσσονται τυχαία, ατέρμονα. Με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι, πας σε στιγμές να αποκοιμηθείς, πετιέσαι από όνειρο σε όνειρο κι οι σκέψεις σου δεν έχουν συνοχή. Αυτό το μέρος δεν είναι το Twin Peaks (αν και ως μπάντα τον Badalamenti τον έχουμε μελετήσει) και σίγουρα δεν είναι η γενέτειρα τους Brest, κάπου εκεί στη Βρετάνη. Είναι μια γιγάντια πόλη – μήτρα του μέλλοντος που χάνεται στις ζωντανές της ονειροπολήσεις. Ένα άλμπουμ στο οποίο δεν μοιάζει να συμβαίνουν πολλά. Αν του δώσεις όμως τη σωστή συνθήκη, επιταχύνει και ό,τι μοιάζει ως στατικό μετατρέπεται σ’ ένα παράξενο ψυχικό time-lapse.
Ex Eye – Ex Eye (Relapse)
Το όνομα του Colin Stetson και το πλήρως ανένταχτο και μοναδικό bass saxophone του είναι το δόλωμα γι’ αυτήν την κυκλοφορία, κι αυτό όμως δεν θα μπορούσε να μας υποψιάσει για το πόσο λαμπρός θησαυρός κρύβεται εδώ. Είναι η τρίτη φορά φέτος (μετά από Exquirla και Igorrr) που αισθάνομαι ότι ακούω μουσική αγέννητη, τέχνη από το μέλλον. Το αμερικάνικο αυτό κουαρτέτο στο ομώνυμο ντεμπούτο του ίσως και να τους ξεπερνάει όλους. Τα βιογραφικά των Fox/ Summerfield/ Ismaily που πλαισιώνουν τον Stetson αρκούν για να καταλάβει κανείς ότι εδώ θα υπήρχε ένας πειραματικός οργασμός. Οι λέξεις όμως είναι κούφιες και δεν μπορούν να τον περιγράψουν: πρόκειται για ένα απίθανο post/metal/ prog/ jazz όργιο, που αιχμαλωτίζει σώμα και νου σε μια δαιδαλώδη κοσμική λούπα, όπου τίποτα δεν αποκλείεται και τίποτα δεν είναι βέβαιο.
Άκουσμα που σταδιακά σε εξαϋλώνει και καταλήγεις να πλανιέσαι ως ανώνυμος ήχος σε ένα άγνωστο βασίλειο, όπου κανένας γνωστός φυσικός νόμος δεν ισχύει. Το παίξιμο όλων είναι ανεπανάληπτο –ειδικά ο Shahzad Ismaily χαρτογραφεί με τα synth του το άγνωστο διάστημα– ακόμα όμως και αυτό μοιάζει σαν λεπτομέρεια που ωχριά μπροστά στο βάθος της συνολικής τους αισθητικής.
Πραγματικά ένα άλμπουμ που αυτόματα τοποθετεί τους δημιουργούς του στην πραγματική πρωτοπορία του σκληρού ήχου. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι στα προσωπικά μου αγαπημένα της χρονιάς –δεν ξέρω πόσο ψηλά– και μάλλον η απόλυτη έκφραση της μουσικής προοδευτικότητας για το 2017. Να το πω αλλιώς. Ακούγοντάς το, ίσως νιώσεις σαν τους πιθήκους που χαζεύουν τον Μονόλιθο του Space Odyssey. Θα με βρεις κι εμένα εκεί να τον θαυμάζω και να τον τρέμω!
Brandon Seabrook – Die Trommel Fatale (New Atlantis Records)
Ο Brandon Seabrook είχε ψηφιστεί πριν από λίγα χρόνια ως ο καλύτερος νέος jazz κιθαρίστας της Νέας Υόρκης. Η τιμή δεν είναι μικρή και υποδηλώνει ότι αυτός ο μυστήριος τύπος κάτι μάλλον κάνει καλά. Πραγματικά, η τεχνική του σε κιθάρα και μπάντζο αγγίζει τα όρια του υπερρεαλιστικού, πρέπει όμως να προειδοποιήσω ότι αυτή η jazz δεν είναι για τους πολλούς. Το Die Trommel Fatale βρίσκεται κοντά στα έσχατα άκρα της free jazz και των άγρια πειραματικών ορέξεων της, συνεπώς τα αυτιά που αναζητούν κάτι δομικά κατανοητό ας μείνουν μακριά.
Το παρόν άλμπουμ βασίζεται ουσιαστικά πάνω σε μια αντιπαράθεση: η σαλεμένη κιθάρα του Seabrook ενάντια σε τσέλο, μπάσο, electronics και δύο ντραμς. Το σύνολο των αυτοσχεδιασμών χτίζουν πάνω στην προαναφερθείσα σύγκρουση, παράγοντας στιγμές συμπυκνωμένου θορύβου, αλλά και καθαρού κενού χώρου. Η σύγκρουση αυτή και η εξερεύνηση των ρυθμικών δυνατοτήτων της μοιάζει να είναι και ο απώτερος στόχος αυτού του μουσικού ταξιδιού. Όποιος αρέσκεται σε ακαδημαϊκές ακροβασίες και αυτοσχεδιασμούς ως το κόκαλο θα το βρει από ενδιαφέρον ως πολύ καλό, οι υπόλοιποι ίσως απλώς ανυπόφορο.
Αντώνης Καλαμούτσος