Κάθε συναυλιοκριτική που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να ξεκινά (ή και να τελειώνει) με τον καιρό και την φιλοξενούσα πόλη του σχετικού συναυλιακού δρώμενου. Εδώ, λοιπόν, ήταν όλα αρμονικά στημένα σε μια βραδιά όπου το κρύο άκουσε κι αυτό τη μουσική των Crimes και είπε να σπάσει την μονοτονία του καλοκαιριού που μας τυρρανά εδώ και αρκετούς μήνες. Η πόλη και πιο συγκεκριμένα η άσφαλτος που οδηγεί στο Fuzz δεν είχε μπει στον αστερισμό του Σαββατόβραδου, δηλαδή στον απόλυτο συνδυασμό νέων που θέλουν να ντύνονται μεγάλοι, μεγάλων που θέλουν να περνιούνται για μικροί, τσίτας που προσποιείται την χαλαρή διάθεση και ηρεμίας που φοβάται την καταιγίδα που βλέπει μπροστά της. Αντ’ αυτού οι 150-200 που είχαν την έμπνευση να προσέλθουν στο Fuzz ήρθαν αντιμέτωποι με ιδανικές συνθήκες συναυλίας, τουτέστιν ελαφριά μόνο αργοπορία στο πρόγραμμα με την εμφάνιση των συγκροτημάτων, καθόλου πήχτρα αλλά και αρκετός κόσμος ώστε να μη νιώσει ούτε αυτός μόνος, ούτε πρωτίστως οι μπάντες.
Επ΄αυτού κανένα παράπονο δεν πρέπει να ένιωσαν οι ημεδαποί Yeah! Οι οποίοι με το καλοπαιγμένο μεν, ξεπερασμένο δε ροκ τους, κέρδισαν το ζεστό χειροκρότημα που τους αναλογούσε. Η αναπόληση των περασμένων διέτρεξε ως αίσθηση το σετ τους και ξεκίνησε μια βραδιά που μεταξύ άλλων θα μας πήγαινε στα παλιά. Μόνο που αυτή η ανακίνηση του παρελθόντος με τον Blane Reininger στο πάλκο έφερε μια πιο εκλεκτική σφραγίδα. Ο Αθηναίος εδώ και χρόνια μουσικός και πρώην μέλος των αξέχαστων Tuxedomoon κατάφερε να περιδιαβεί τους δρόμους μιας πλούσιας πορείας χωρίς περιττή νοσταλγία και με περίσια φρέσκια πνοή. Παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξε ένας frontman, εντούτοις μετέδωσε μια εκρηκτική ενέργεια με τις γεμάτες συνθέσεις του.
Αν λοιπόν όλα αυτά φαντάζουν ιδανικά για «δεύτερο» όνομα της βραδιάς, με το που εμφανίστηκαν οι Crimes όλα όσα χαρακτήρισαν την εμφάνιση του Blaine υπερπολλαπλασιάστηκαν με το που ακούστηκε το εναρκτήριο έπος “All Must Be Love”. Με τη μια, αυτό που συνέβη σε μόλις πέντε λεπτά προκάλεσε ένα αρχικό σοκ και μια απορία ως προς το τι έμελλε να ακολουθήσει. Πέραν των συνεχων κοιταγμάτων μεταξύ μας για να δούμε αν όντως είναι αληθινά όλα αυτά στα οποία γινόμαστε μάρτυρες, αυτό που ακολούθησε για λίγο παραπάνω από μια ώρα ήταν ένα κρεσέντο λυρισμού, δύναμης και συνεχών κορυφώσεων.
Η σοφή επιλογή της βιολίστριας Bronwyn Adams να χαμηλώσουν αρκετά τα φώτα από την αρχή, μας μετέφεραν σε συνδυασμό με την ρετρό μουσική σε ένα κατανυκτικό κλίμα που θύμισε ως dejavu το Ρόδον για όσο κόσμο βέβαια είχε προλάβει να το ζήσει. Για το νεότερο κόσμο που όταν ξεμύτισε μουσικά, το εν λόγω συναυλιάδικο είχε μετατραπεί σε σουπερμάρκετ, είμαι σίγουρος ότι μέσα του δημιουργήθηκε η δική του κατανυκτική μαγεία. Όσο εμάς τους παλαιότερους μας ταξίδευε ο Simon Bonney και η παρέα του σε ένα βρώμικο (αλλά πιο καθαρό από οτιδήποτε) και καθαγιασμένο (χωρίς τίποτα να θυμίζει κάτι το άγιο) παρελθόν, την ίδια στιγμή στους νεότερους (που δεν έλειπαν κιόλας απ’ το χώρο, λόγω μάλλον και της σύνδεσης της μπάντας με την περίφημη σκηνή στην ταινία Τα φτερά Του Έρωτα του Βέντερς) δημιουργούσε μια παρούσα ιστορία που θα κουβαληθεί απ’ αυτούς ως αγνό βίωμα στο μέλλον.
Ομολογώ ότι ορισμένες εκτελέσεις ακούστηκαν ανώτερες των στουντιακών, σβήνοντας την μελαγχολική διάσταση της νοσταλγίας και επαναφέροντας κάθε στιγμή της συναυλίας στο τώρα. Ειδικά το encore με το ιδανικό για καθολικό φινάλε “The Dolphins And The Sharks” εμπεριείχε όλη την ουσία της εμφάνισης των Crimes, την ορμή, την γλυκιά αίσθηση του σκοταδιού, τα λαθάκια της μπάντας που προσέθεταν πάθος, ανασύροντας τις πίσω δεκαετίες που αυτά τα όντως καταραμένα τραγούδια (καθώς δεν έγιναν ποτέ σουξέ) είχαν γραφτεί από κάτι φοβερούς τύπους όπως ο αείμνηστος Rowland S. Howard, o Mick Harvey, ο Alexander Hacke και ο Simon Bonney. Ο τελευταίος με την συνολική του μαγευτική αν και lo-fi παρουσία έμελλε να μας κάνει μετά το πέρας της συναυλίας να ξανακούσουμε τους δίσκους τους με άλλο αυτί, πιο δελεασμένο, ίσως πιο ώριμο, σίγουρα πιο καθαρό όπως φαντάζουν οι λερωμένοι δρόμοι της Αθήνας μετά από μια σύντομη νεροποντή.
ΥΓ. Ευχαριστούμε θερμά τον Νίκο Ταλεμόπουλο για τις φωτογραφίες!
Μπάμπης Κολτράνης