Καθώς έχουμε πλημμυρίσει από τα πάντα στη σύγχρονη μουσική και μεταξύ άλλων και των ονομάτων που δουλεύουν κατά μόνας, το ζητούμενο είναι τι έχουν αυτά να μας πουν πέρα από το να περιφέρουν τον κατά τα άλλα δημιουργικό ναρκισσισμό τους ως άλλες σέλφι με νότες. Ο Daniel Lopatin ξεχώρισε από τον όχλο, γιατί πολύ απλά αναδείκνυε μέσα από το προσωπικό έργο του πτυχές της γενιάς του και όχι σελίδες του ημερολογίου του. Μίλαγε για αυτήν, όχι προς αυτήν. Ακόμη κι αν δουλεύει με τρόπο που θυμίζει νεανία βυθισμένο στα video game, πάντα παρουσιάζει κάτι που δεν αφορά μόνο αυτόν.
Το νέο του άλμπουμ δεν παραμένει απλώς πιστό σε αυτήν την πορεία, αλλά προχωρά ακόμη παραπέρα την εξωστρεφή του ενδοσκόπηση. Πέραν των οικουμενικών νοημάτων, που προσδίδουν μια δυστοπική χροιά στο πώς αντιμετωπίζουμε αυτά που αλλάζουν γρήγορα γύρω μας, είναι και η ίδια η προσέγγιση στη μουσική που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υπάρχει μια αίσθηση ακούγοντας το Age Of ότι όχι μόνο δούλεψε από το μηδέν για να φτάσει στην ολοκλήρωσή του, αλλά ήθελε να καταδείξει και τη σημασία του να φτιάξεις κάτι από το τίποτα. Μια παραπομπή σε αυτό που ζούμε στον ημιπραγματικό κόσμο του διαδικτύου, όπου περιμένουμε το κάτι έξω από αυτό για να λάβει το οτιδήποτε σε αυτό σάρκα και οστά. Αυτό είναι η ζωή, οι σχέσεις, η γλώσσα και διάφορα άλλα που τείνουμε να τα ξεχάσουμε και η τέχνη οφείλει να μας τα θυμίζει.
Γιατί όντως αυτό που κάνει ο OPN είναι τέχνη. Η μουσική του είναι ζωντανή και χυμώδης, κρύβει μυστικά περάσματα, θέλει τον χρόνο της και δεν στέκεται να σε περιμένει, αλλά έρχεται αυτή προς εσένα. Κλασικά και στο Age Of έχουμε αρκετές εκπλήξεις, ακόμη και για τον κόσμο που έχει λιώσει το πρότερο έργο του Daniel. Τη μία δοκιμάζει διάφορα χωρίς να καταλαβαίνεις πώς κολλάνε μεταξύ τους, την άλλη είναι σαν ένα κομμάτι να τελειώνει εκεί που ήδη έχει ξεκινήσει το επόμενο. Αν σας ακούγονται όλα αυτά χαοτικά, στην πραγματικότητα είναι ακόμη περισσότερο, σε βαθμό που μπορεί να σας μπερδέψουν. Δίπλα σε φοβερές συνθέσεις (“Black Snow”, “We’ll Take It”, “Last Known Image Of A Song”) βρίσκονται άλλες όπου νομίζεις ότι αφηρημένα παίζει με τα κουβαδάκια του σε μια ερημική παραλία. Παρ’ όλ’ αυτά, όλα κάπως συνδέονται με έναν περίεργο τρόπο, θυμίζοντας στο τέλος μια ήπια και αντίρροπη όψη του τελευταίου του τσιτωμένου δίσκου.
Ο Daniel δεν θέλει να χλευάσει τον τρόπο που κοιτάμε τον καθρέφτη νομίζοντας ότι το έργο μας απευθύνεται στις όποιες μάζες, ούτε ελιτίζει για να κερδίσει την αποδοχή. Προχωρά πέρα από αυτά, σαν να τα έχει καλοχωνέψει ως στάδια της ως τώρα πορείας του και καταφέρνει να βγάλει άλλον έναν ξεχωριστό δίσκο. Πέραν της αποδόμησης ή εξύψωσης ρυθμών και μελωδιών, το μόνο που λείπει στο Age Of είναι το να μπορεί να σε συνεπάρει ως σύνολο σε συνεχή ροή. Ακόμη κι αυτό όμως είναι σαν να βγαίνει μεθοδευμένα, σαν να μην ήθελε ο ίδιος να εκβιάσει κάποιο συναίσθημα σε έναν κόσμο που στοχεύει με άπληστο τρόπο σε αυτό.
Μπάμπης Κολτράνης