Είμαστε στο σωτήριο έτος 2018 κι όμως υπάρχει κόσμος ακόμη στο μουσικολογικό στερέωμα που δεν νιώθει απλώς μια αποστροφή για την ηλεκτρονική μουσική, αλλά δεν την αποδέχεται καν ως ένα πλούσιο μουσικό είδος. Ασχέτως αν η συγκεκριμένη μουσική έχει εξαπλωθεί εδώ και δεκαετίες παντού υπάρχει αυτή η άποψη ότι μιας και απουσιάζει η φυσικότητα των οργάνων, λείπει και το ανθρώπινο στοιχείο, οπότε μας μένουν απλώς ρομπότ να εκτελούν εντολές.
Βέβαια, στην όψη, μπορούμε να πούμε ότι τα άτομα που ασχολούνται με την ηλεκτρονική μουσική θυμίζουν ρομπότ που αποτελούν τα ίδια εντολές ενός αόρατου εγκεφάλου. Συνήθως ακίνητα μπροστά σε ένα λάπτοπ, φέρουν φαινομενικά μια ψυχρότητα στις κινήσεις τους, αλλά στην ουσία έχουμε ακριβώς το αντίστροφο αποτέλεσμα, καθώς η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να διαθέτει άπειρα θρεπτικά στοιχεία για το μυαλό και την καρδιά. Αυτό αποδείχτηκε την περίοδο ’90s-’oos, όταν αποδείχθηκε με σαφή τρόπο ότι χαρακτηριστικά το λάπτοπ είναι κι αυτό ένα μουσικό όργανο και συνεπώς οφείλουμε να σεβαστούμε την ποιότητα των δουλειών των οποίων είναι ο κεντρικός πυρήνας.
Η εποχή βέβαια του ζενίθ της παραγωγικότητας της παραπάνω έκφρασης έχει κάπως περάσει, μιας και οι δημιουργοί κατανόησαν ότι, αντιστρέφοντας την ίδια τη νέα τους φιλοσοφία, οι αναλογικοί και φυσικοί ήχοι προσφέρουν εξίσου θαυμαστά αποτελέσματα σε θέματα ήχου και έκφρασης. Ο πρόσφατος χαμός του Mika Vainio πάντως επανέφερε τη σημασία εκείνης της περιόδου, και πάνω σε αυτό ο Alva Noto αποφάσισε να εμφανίσει από τα κιτάπια τη μοναδική ζωντανή ηχογράφηση που έλαβε χώρα το 2002 στο Νιουκάστλ από τους Ryoji Ikeda, Mika Vainio και του ίδιου.
Έχουμε λοιπόν τρεις εξέχοντες εκπροσώπους της πειραματικής μουσικής με τα λάπτοπ τους επί σκηνής, αλλά απουσιάζει η αίσθηση ότι έχεις να κάνεις με μια συναυλία ή ότι μιλάμε για ένα σύνολο συνθέσεων ενός τυπικού setlist. Στο υλικό αυτό νομίζεις ότι πραγματοποιείται το όνειρο των Autechre να δίνουν εντολές σε μηχανήματα και να ρέει μουσική χωρίς την ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας της. Ένας κυκεώνας ήχων που αναμοχλεύουν το techno, το μίνιμαλ, το noise και δεν ξέρω γω τι άλλο, αφήνει μια γεύση συμπίεσης και αποσυμπίεσης των αισθήσεων χωρίς να φαίνεται κάποια σωτηρία στο βάθος.
Θα μπορούσε όλο αυτό να κουράζει, αλλά είναι τέτοιο το tempo, τόσα τα διαλείμματα κενά αέρος, τέτοια η αγριότητα των ήχων, που δεν πρόκειται ο δίσκος αυτός να σ’ αφήσει σε ησυχία. Θα μπορούσαμε βεβαίως να σταθούμε στο καθένα τους ξεχωριστά, αλλά αυτό κρίνεται περιττό μιας και ακούγοντας το άλμπουμ νιώθεις ότι έχεις μπροστά σου έναν και μόνο εγκέφαλο που τον πιάνουν εκλάμψεις, ζαλάδες, πονοκέφαλοι και διάφορα άλλα συμπτώματα που αποδεικνύουν ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ. Αυτό όμως δεν είναι η πεμπτουσία της μουσικής και γενικότερα της τέχνης; Να σε κάνει νιώσεις άβολα με όσα ήδη ξέρεις, να σου ανοίξει το μυαλό προς κατευθύνσεις που δεν γνώριζες πριν και να σε προκαλέσει στο άγνωστο. Ως προς αυτό, η ηλεκτρονική μουσική έχει θα λέγαμε το “ηθικό” πλεονέκτημα απέναντι σε άλλα είδη μουσικής και αυτή η κυκλοφορία το αποδεικνύει.
Μπάμπης Κολτράνης