Deftones ‎– Gore (reprise records)

Οι Deftones είναι μια περίπτωση μπάντας, η οποία, όντας στα μουσικά δρώμενα αρκετά χρόνια, διάνυσε μια περίοδο τεράστιας επιτυχίας και απήχησης, ειδικά στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του τωρινού, κι έκτοτε το παλεύει, και συνεχίζει να το παλεύει, άλλοτε με καλά, κι άλλοτε με μέτρια αποτελέσματα, προσπαθώντας να συμβαδίσει με την εκάστοτε εποχή. Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι ακριβώς περίπτωση περασμένων μεγαλείων (και διηγώντας τα να κλαις), κατά τα πρότυπα του Σολωμικού στίχου, αλλά ούτε και μπάντα που φαίνεται να περιβάλλεται με την ίδια αίγλη σε σχέση με τις αλλοτινές εποχές – και τις αλλοτινές γενιές ακροατών.

Σε κάθε περίπτωση, οι Deftones παραμένουν ένα συγκρότημα που έχει στη διάθεση του σημαντικούς πόρους ∙ αν μη τι άλλο, το Gore, η πρόσφατη κυκλοφορία τους μετά από τέσσερα χρόνια, δείχνει με παραστατικότατο τρόπο τι πάει να πει να έχεις τη δυνατότητα να δουλέψεις τον ήχο σου και την παραγωγή σου, και να έχεις τη δυνατότητα να τη φέρεις ακριβώς εκεί που θέλεις εσύ – ή, τουλάχιστον, εκεί που θεωρείς ότι οφείλει να είναι. Οι κιθάρες του Gore, ειδικότερα, είναι από τις καλύτερες που έχω ακούσει σε ηχογραφημένο δίσκο εδώ και αρκετό καιρό, τόσο στα καθαρά σημεία, όσο και στα πιο ηλεκτρικά ή βαριά περάσματα. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα όργανα, χώρια τη φωνή που βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα, μολονότι οι κιθάρες είναι που δίνουν στον δίσκο τον βασικό του χαρακτήρα – και σε γενικότερες γραμμές, καθώς εξελίσσεται, το Gore υποδηλώνει ότι, πέρα από τους ίδιους τους Deftones, η συμβολή του παραγωγού ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του τελικού μουσικού προϊόντος.

Κάπου εδώ, ωστόσο, ξεκινούν τα προβλήματα.

Όπως γράφτηκε και πιο πάνω, οι Deftones γνώρισαν τις μεγάλες τους δόξες πριν περίπου μια εικοσαετία – πιο συγκεκριμένα, με το Around the Fur (του 1997) και το White Pony (του 2000). Η απήχηση τους δεν οφείλεται μοναχά στις μουσικές αρετές αυτών των δίσκων, αλλά και στο γεγονός ότι, για την εποχή τους τουλάχιστον, αποτελούσαν ξεκάθαρη καινοτομία για τον εναλλακτικό μουσικό χώρο, εντός κι εκτός του ευρύτερου metal. To Gore, μολονότι διαθέτει και αυτόνομες αρετές σαν κυκλοφορία, αλλά και στοιχεία που παραπέμπουν στις «καλές μέρες» (π.χ. τα κομμάτια “Geometric Headdress” και “Doomed User”), όχι μόνο δεν παρουσιάζει κάποια καινοτομία, αλλά αντιθέτως, δείχνει να δανείζεται επιρροές από άλλους χώρους και συγκροτήματα (π.χ. τους Tool, αλλά και τους πρώιμους A Perfect Circle), παλιά και νέα, χωρίς όμως να καταλήγει σε κάποια ξεκάθαρη πρόταση, αλλά ούτε και σε ξεκάθαρο ύφος, ακόμη και για τα δεδομένα των Deftones, που έτσι κι αλλιώς, είτε αρέσουν είτε όχι, είχαν έναν χαρακτήρα ∙ εκτός κι αν το ζητούμενο είναι μόνο η πρόσκαιρη ραδιοφωνική απήχηση – κι αυτό είναι που υποδηλώνει ότι η επιρροή του παραγωγού μάλλον δεν περιορίστηκε μοναχά στον ήχο, αλλά προχώρησε ακόμη βαθύτερα. Το Gore, εντέλει, είναι ένας δίσκος που αν σώζεται, σώζεται από επιμέρους μονάδες – κι από τον καταπληκτικό του ήχο. Ένας δίσκος που θα βγάλει τα επιτυχημένα του σινγκλάκια, και μετά από λίγο θα χαθεί στη λήθη των διαρκώς πληθυνόμενων κυκλοφοριών.

Ο ήχος, παρ’ όλα αυτά, παραμένει εξαιρετικός.

 

 

ΑΤΜ

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.