Ένα από τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας κοινωνικότητας είναι το αίσθημα της μελαγχολίας. Σιωπηλή, όχι σαν έκπληξη αλλά μάλλον σαν μια τελετουργική διαδικασία. Ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα το ζήσεις, το περιμένεις αλλά δεν γνωρίζεις την ακριβή χρονική στιγμή. Και η στιγμή παραμένει και μεταμορφώνεται σε κομμάτι του εαυτού σου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον δίσκο των Cataya, Sukzession. Η μελαγχολία διακρίνεται από την αρχή. Όμορφη και διαβρωτική μέχρι το τέλος. Μια νοσταλγική νότα που θυμίζει μπάντες τύπου Daturah, Red Sparowes και Amenra. Αλλά κάπου έχουν βάλει την δικιά τους πινελιά. Κάπου μέσα στη μελαγχολία του, το υποκείμενο αναζητά μια ψεύτικη κάθαρση. Η τελετουργία της προσμονής της μελαγχολίας έρχεται κόντρα με τον χαοτικό προγραμματισμό της. Η έγχρωμη στατική υπόβαθρή μελωδία διακρίνεται σε κάθε κομμάτι και λειτουργεί προσθετικά με την διαφορετικότητα των υπόλοιπων κομματιών. Ο διαχωρισμός επιβάλλεται για τυπικούς λόγους αλλά ακούγοντας τον δίσκο, θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο κομμάτι 45 λεπτών. Η κολλητική ταινία είναι η μελωδία που προαναφέρθηκε και το οινόπνευμα είναι η black αισθητική που δίνει η μπάντα από ένα σημείο και μετά. Σαν μια επάλειψη σε μια πληγή που τελικά δεν θα επουλώσει ποτέ. Θα αφήσει την ουλή και η ουλή θα παραμείνει στο δέρμα. Να θυμίζει το ο,τι παλιό.
Τα ξεσπάσματα ορίζουν την διαφορετικότητα της στιγμής αλλά εντέλει το black είναι ενδημικό, είναι γενεαλογικό. Η μελαγχολία αποκαλύπτεται μέσα από τη διαδικασία της αυξανόμενης έντασης και δεν είναι τίποτα άλλο από το άλλο μισό του παράξενου ουρανού της. Η εσωτερίκευση του συναισθήματος μπορεί να βγει σαν υπαρξιακό βίωμα αλλά η αντίθετη περίπτωση, ενδέχεται να βγάλει έναν εχθρό του υποκειμένου. Και εκεί ακριβώς έρχεται το μαύρο στοιχείο του δίσκου. Η μελαγχολία των παλιών έρχεται και παντρεύεται παράδοξα και απρόσμενα με ένα διαφορετικό στοιχείο.
Ο φόρος τιμής βγαίνει μέσα από την συναισθηματική ένταση της πρώτης και δεύτερης κιθάρας και η πραγματική αγάπη φαίνεται στο δέσιμο με τα τύμπανα και το διακριτικό μπάσο. Η μεθοδευμένη τελετουργία των οργάνων έρχεται και συγκλίνει και με αυτή της μελαγχολίας. Και νομίζω ότι η επιτηδευμένη κίνηση έβγαλε σωστά το συναίσθημα. Από μια post-rock tribute μπάντα μετατράπηκαν σε μια πανέμορφη γοητεία. Και στον τερματικό σταθμό η γοητεία ανακατεύεται με τους ήχους μιας ξεχασμένης μπάντας (Lvmen). Η δομή του δίσκου επιβάλλεται στο τέλος σαν το αναπόφευκτο συναίσθημα της μελαγχολίας.
Ichie