
Δεν είναι άσχημο μερικές φορές να γνωρίζεις τα όρια των δυνατοτήτων σου. Ως μπάντα οι Caspian εδώ και αρκετά χρόνια σταθερής παρουσίας φαίνεται να τα έχουν ορίσει, ώστε να πορεύονται με μια είδους ασφάλεια. Αυτό σε πρώτο χρόνο δεν δηλώνεται με αρνητικό πρόσημο, καθώς η μπάντα ξέρει καλά πως το δυνατό της σημείο είναι οι συναυλιακές επιδόσεις της, οπότε συνεχίζει να φτιάχνει δίσκους οι οποίοι είναι σαν να τους ακούς να παίζουν τα κομμάτια τους ζωντανά, με φουλ ενέργεια.
Στο περίπαθο post rock στερέωμα αυτό το στοιχείο συνήθως οδηγεί μια μπάντα να ακούγεται ελαφρώς παιδική. Οι Caspian όμως καταφέρνουν να γλυτώσουν από αυτή την παγίδα, ακόμη και στο νέο τους άλμπουμ στο οποίο δυναμώνουν σε αρκετά σημεία του τις εντάσεις και πιστοποιούν τον λόγο που έχουν στη σύνθεση τους τρεις κιθαρίστες. Βασικά πρέπει να παραδεχτούμε πως γνωρίζουν πως να φτιάξουν έναν όμορφο και χορταστικό δίσκο. Πώς, δηλαδή, να βάλουν στη σειρά ήπιες εισαγωγές, να απογειώσουν δυναμικές συνθέσεις και πως να τα θέσουν όλα σε μια ροή. Τολμώ να πω πως ξέρουν επίσης να κρύβουν τις αδυναμίες τους πίσω από τα δυνατά στοιχεία του μουσικού τους χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, για άλλη μια φορά έχουμε ένα δίσκο που τα έχει όλα, χωρίς όμως να δημιουργεί την έκπληξη που ένιωθες την πρώτη φορά που άκουσες το παλαιότερο τους πόνημα με τον τίτλο Tertia, και στο οποίο έφτασαν αισθητικά στο δημιουργικό ζενίθ τους. Έχουν κατασταλάξει σε αυτό που θέλουν να παίξουν και απλά το ραφινάρουν εκτελεστικά. Για άλλη μια φορά τα λιγοστά μέρη που κάνουν χρήση φωνητικών ακούγονται παράταιρα και αρκετά τυποποιημένα, με το “Run Dry” να φέρνει στο νου ραδιοφωνική μπαλάντα! Ευτυχώς υπάρχουν αρκετά κομμάτια τα οποία άνετα μπορούν να χαρακτηριστούν ως φορείς «συγκινησιακής πανούκλας», με τις μελωδίες να σε συνεπαίρνουν συναισθηματικά.
Αυτό βέβαια το uptempo και άκρως συναυλιακό ύφος που δεσπόζει στο άλμπουμ, εμποδίζει κάπως το βάθεμα στον ήχο τους. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές στιγμές που είναι αδύνατο να μη σε σηκώσουν στο πόδι κλωθογυρίζοντας στο δωμάτιο με κλειστά μάτια και κινούμενα χέρια, αλλά στο τέλος δεν νιώθεις πως άκουσες κάτι που σε σημάδεψε ανεξίτηλα. Αυτό λοιπόν είναι το όριο που έχει θέσει η μπάντα και στο οποίο έγινε αναφορά στην εισαγωγή του δίσκου, το οποίο μια χαρά λειτουργεί ως εκεί που φτάνει.
Μπάμπης Κολτράνης