Sardonis – III (Consouling Sounds)

 

Το μπάσο είναι υπερτιμημένο όργανο. Ο αφορισμός αυτός – που μολονότι δεν εκφέρεται συχνά, είναι σίγουρο ότι ανακύπτει ξανά και ξανά στις σκέψεις όσων μετέχουν ενεργά σε μουσικά συγκροτήματα, ειδικά αν είναι στη διαδικασία του να ψάχνουν για μόνιμο μπασίστα – θεμελιώνεται σε δύο προκείμενες: πρώτον, ότι αυτό που έχουν οι μη-μπασίστες κατά νου όταν σκέφτονται τη λειτουργία του μπάσου στα κομμάτια αντιστοιχεί περισσότερο σε πλατωνική ιδέα παρά σε μουσικό όργανο, και δεύτερον, ότι είναι δύσκολο να βρεις άνθρωπο να παίζει μπάσο που να ακούγεται σαν μπάσο (με την ουσιαστική, λειτουργική του έννοια) κι όχι σαν δεύτερη ή τρίτη κιθάρα.
Αν θέλουμε να θεωρητικολογήσουμε περαιτέρω, θα λέγαμε ότι αμφότερες οι προκείμενες ίσως υποκρύπτουν ένα βασικό μεταφυσικό αίτιο: ο μπασίστας, ακριβώς εξαιτίας του ρόλου του στο συγκρότημα, κινεί τις υποψίες των υπολοίπων μελών διότι μοιάζει να αρνείται – συνειδητά ή ασυνείδητα (ακόμη χειρότερα, δηλαδή) – τον στοιχειώδη ανθρώπινο εγωισμό, δηλαδή την ίδια τη φύση που προστάζει ότι ο δυνατότερος (ή, στην προκειμένη, αυτός που τσιτώνει περισσότερο τον ενισχυτή του) επιβιώνει ∙ ο μπασίστας επιλέγει να μην είναι στο προσκήνιο, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί καίριο και οργανικό παράγοντα της ομάδας ∙ συνεπώς, ο μπασίστας είναι αυτός που μπορεί να στη φέρει πιο αποφασιστικά κι επικίνδυνα από τους άλλους (ο ντράμερ, εξάλλου, και να μανουριάσει, μετά από λίγο θα ξεθυμάνει – έτσι είναι η φύση του). Εάν στα παραπάνω προστεθεί ότι λόγω του ότι η επιλογή του ρόλου του μπασίστα ενίοτε αποτελεί αναγκαίο κακό, δηλαδή αγγαρεία (όπως ο ρόλος του τερματοφύλακα στο προαυλιακό ποδόσφαιρο), εύλογα μπορεί κάποι@ να θεωρήσει ότι είναι καλύτερα να εξαλειφθεί η ανάγκη για μπάσο εν τη γενέσει ∙ προσπαθώντας, δηλαδή, να καλύψει το κενό του οργάνου με άλλους τρόπους – ή ακόμη και καθόλου. Μπορούμε κάλλιστα να το χαρακτηρίσουμε κι ως άποψη.(Όλα τα παραπάνω είναι καταφανώς συνταγμένα με σαρκαστικό πνεύμα, κι αντίστοιχη πρέπει να είναι και η ανάγνωση τους – αν και το κομμάτι περί άποψης διατηρεί μια κάποια ισχύ σαν συλλογισμός).
Οι Sardonis επέλεξαν τον σχηματισμό του ντουέτου απ’ την αρχή της σύστασης τους, υποκαθιστώντας την (υποκειμενική ή αντικειμενική) ανάγκη για μπάσο με δυνατότερες κιθάρες και πιο χαμηλά κουρδίσματα. Η τακτική αυτή, απ’ το 2008 έως σήμερα, επέφερε αρκετούς δισκογραφικούς καρπούς, στα πλαίσια ενός μουσικού ιδιώματος που θα το χαρακτηρίζαμε ως ηχητικά μοντέρνο doom/ sludge – η δεύτερη μουσική κατηγορία χαρακτηρίζεται, τα πρόσφατα χρόνια, από την περιφρόνηση του μπάσου στους μουσικούς της σχηματισμούς – με αρκετές αναφορές στο παραδοσιακό metal στις συνθέσεις του. Το ΙΙΙ, η τελευταία κυκλοφορία του ντουέτου, δεν απομακρύνεται αρκετά από τη συνθετική νοοτροπία των προηγουμένων τους κυκλοφοριών – τιτλοφορούμενων ως Sardonis (2010) και II (2012), αντίστοιχα – τα κουρδίσματα εξακολουθούν να είναι χαμηλά, αν και σ’ αυτή την περίσταση, η παραγωγή κάνει τον συνολικό ήχο ν’ ακούγεται πιο συμπιεσμένος απ’ ότι στις άλλες τους δουλειές, πράγμα που αφαιρεί απ’ τις συνθέσεις του III ένα σημαντικό ποσοστό ζωντάνιας. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή τη φορά οι συνθέσεις έχουν περιοριστεί σε εναλλαγές λιγότερων, καίτοι πιο εμπλουτισμένων σε σχέση με παλιότερα, μουσικών θεμάτων ∙ το ΙΙΙ χαρακτηρίζεται, σε γενικές γραμμές, από μια ισορροπία στις συνθέσεις από άποψη εναλλαγών και ανάπτυξης, ενώ τα μελωδικά στοιχεία είναι πιο έντονα στα κομμάτια, με αποτέλεσμα τα ριφ να
αποτυπώνονται πιο εύκολα στη μνήμη του ακροατή.
Παρ’ όλα αυτά, η ισορροπία αυτή είναι και το μειονέκτημα της παρούσας δουλειάς: τα κομμάτια στο ΙΙΙ, παρ’ ότι ακούγονται ευχάριστα και δεν στερούνται καλών στιγμών, είναι υπερβολικά ισορροπημένα για τις διάρκειες τους ∙ αν κρατήσουμε κατά νου ότι πρόκειται για ορχηστρικές (χωρίς φωνητικά) συνθέσεις που περιστρέφονται γύρω από εναλλαγές βασικών θεμάτων, τότε θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τα κομμάτια όχι υπερβολικά ισορροπημένα, αλλά υπερβολικά στημένα, αναλογιζόμενοι όχι μόνο τον ορχηστρικό τους χαρακτήρα, αλλά και το γεγονός ότι αποσκοπούν στο να στέκονται σαν αυτούσιες κι αυτοτελείς ορχηστρικές συνθέσεις ∙ κι υπάρχουν σημεία που η ίδια η ακρόαση σε ωθεί να σκέφτεσαι ότι εδώ κι εκεί δεν θα ήταν άσχημο να υπήρχαν φωνητικά.
Εν κατακλείδι, το ΙΙΙ δεν είναι κακή δουλειά. Απλά, θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από μια «όχι κακή» δουλειά. Αν τα εμπλουτισμένα μουσικά θέματα σ’ αυτή την κυκλοφορία αποτελούν ένδειξη, τότε ο επόμενος δίσκος ίσως ξεδιπλώσει όλο το φάσμα των συνθετικών χαρισμάτων του ντουέτου των Sardonis. Για τώρα, ωστόσο, το ΙΙΙ αποτελεί μια αξιοπρεπή κυκλοφορία – πράγμα που, εξάλλου, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο όσο τείνουμε ενίοτε να υποθέτουμε.

 

 

ΑΤΜ

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.