[ B O L T ] – (03) (AENTITAINMENT)

[BOLT].againstthesilence.com

Δύο είναι συνήθως τα μοτίβα που χρησιμοποιούνται για να δώσουν μια περιγραφή της «σκοτεινής» μουσικής: βάσει του ενός, σκοτεινή χαρακτηρίζεται η μουσική που αποτυπώνει, στη φαντασία του ακροατή, εικόνες και παραστάσεις που συνδέονται άμεσα με το (γενικά καλούμενο ως) σκοτάδι, τη νύχτα, το ημίφως – λόγου χάρη, σκοτεινά δάση και κοιλάδες, νυχτερινά ή συννεφιασμένα τοπία, και ούτω καθεξής. Βάσει του άλλου μοτίβου, σκοτεινή μουσική είναι εκείνη που προκαλεί στον ακροατή συναισθήματα που, σε άλλες περιστάσεις, θα ήταν κατά κάποιο τρόπο αρνητικά: συναισθήματα μελαγχολίας, στεναχώριας, πίεσης, άγχους, και άλλα παρόμοια ή σχετικά.

Αμφότερα τα μοτίβα περιλαμβάνουν ένα κατάλοιπο – έστω και σε λανθάνουσα μορφή – της νοοτροπίας του παλιού, καλού Ρομαντισμού: εξύψωση και εκδήλωση του συναισθήματος που προκαλείται από εξωτερικά, φυσικά ερεθίσματα, σε σημείο ολοκληρωτικής κυρίευσης του ακροατή από αυτό – κυρίευση, η οποία συνεπικουρείται από το συνοδευτικό στη μουσική υλικό: artwork (τόσο ως σχέδιο, όσο και ως επιλογή χρωμάτων), τίτλοι κομματιών (όπου καμιά φορά η απόπειρα να τονιστεί ή να υποδηλωθεί εξωμουσικά η σκοτεινότητα καταλήγει σε άκρως κωμικά αποτελέσματα), στίχοι (όπου ισχύει ό, τι και προηγουμένως).

Οι πιο συνειδητοποιημένοι θα καταλήξουν κάποια στιγμή στο συμπέρασμα ότι σε κάθε περίπτωση, η σκοτεινή μουσική διέπεται από συμβάσεις, που είναι στην αφετηρία τους εξωμουσικές, και που διέπουν σε μετέπειτα φάση την ίδια τη μουσική (με την έννοια μελωδιών, ανάπτυξης, και ενορχήστρωσης των κομματιών), προκειμένου αυτή να αντιστοιχεί σε τυπικά – κοινωνικά, ενδεχομένως – καλούπια περί αντίληψης και προσδιορισμού του σκότους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι παραπάνω συμβάσεις εξυπηρετούν μια «καλή» έννοια του σκοταδιού: έναν εξευγενισμένο, «υλικό» (υπό μια έννοια) και γενικά αποδεκτό κοινό τόπο, παραλείποντας τον σημαντικό παράγοντα της ατομικότητας του συναισθήματος, ότι δηλαδή, παραδόξως, το σκοτάδι μπορεί να βιώνεται – ή να είναι και εντονότερο – ακόμη και σε περιβάλλοντα γεμάτα από φως.

Πράγμα που μας φέρνει στην περίπτωση των [ B O L T ]. Το μεγαλύτερο προσόν του (03), κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι ότι δεν προσπαθεί να ακολουθήσει κανένα από τα μοτίβα που αναφέρθηκαν πιο πριν: η μουσική δεν επικαλείται ούτε οπτικές σκοτεινές παραστάσεις, ούτε προσπαθεί να εγείρει στον ακροατή κανενός είδους καταπιεστικό συναίσθημα – χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι το (03) διέπεται από οποιαδήποτε είδους ψυχρότητα, κάθε άλλο. Όσοι επιζητούν θλιμμένη μουσική, βάσει συναισθηματικής συμβατικότητας, μάλλον δεν θα βρουν στο (03) αυτό που ψάχνουν ∙ το ίδιο ισχύει και για όσους ζητούν μελωδίες που θα πλαισιώσουν τη νέα τους, χειμερινού ή φθινοπωρινού θέματος, desktop εικόνα. Απεναντίας, οι [ B O L T ] δεν αποπειρώνται ούτε να υποβάλλουν, ούτε να επιβάλλουν κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα στον ακροατή – δεν προσπαθούν, με άλλα λόγια, να είναι υπέρ του δέοντος εκδηλωτικοί όσον αφορά το σκοπούμενο αποτέλεσμα της μουσικής τους, όπως συμβαίνει με πολλά σχήματα. Ο μινιμαλισμός που διακατέχει το συνολικό (03), από το artwork έως τους (μη) τίτλους των κομματιών, είναι χαμηλών τόνων και επί της ουσίας ∙ το τελικό μουσικό αποτέλεσμα δεν κραυγάζει την όποια πρόθεση του, αλλά αφήνει πολλά παράθυρα και περιθώρια στον ακροατή να αξιολογήσει μόνος του την αποτελεσματικότητα της
μουσικής του υπόστασης.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το (03) δεν είναι άμοιρο αστοχιών, οι οποίες εντοπίζονται στην προσπάθεια των [ B O L T ], σε ορισμένα κομμάτια, να προσεγγίσουν ένα ύφος πιο καθαρόαιμο drone/doom. Χωρίς να χαλάνε το τελικό αποτέλεσμα – ένας τέτοιος ισχυρισμός θα τους αδικούσε – τα κομμάτια αυτά είναι προβληματικά τόσο από θέμα επιλογής ήχου κιθάρας, όσο κι από θέμα διάρκειας. Αν ο ήχος ήταν διαφορετικός, έστω πιο βαρύς, κι αν ήταν συντομότερα, τα κομμάτια αυτά, κατά την άποψη μου, θα συνδεόντουσαν καλύτερα με το υπόλοιπο μουσικό σώμα του (03). Στην τωρινή τους μορφή, όμως, δεν προσθέτουν, ούτε δίνουν έμφαση σε κάτι ∙ συν τοις άλλοις, ακριβώς λόγω αυτών των αδυναμιών τους, καταλήγουν να υστερούν σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια. Μικρό το κακό, όπως και να’ χει, αλλά πρέπει να ειπωθεί.

Παρ’ όλα αυτά, σε γενικές γραμμές ο δίσκος είναι πάρα πολύ καλός, τόσο που η ακρόαση του δεν απαιτεί ειδικές καταστάσεις και διαθέσεις. Ο ακροατής μπορεί να απολαύσει τα κομμάτια τόσο σε βροχερές, κρύες ημέρες, όσο και κατά τη διάρκεια θερμών, καλοκαιρινών ωρών. Ο καθένας, άλλωστε, αντιλαμβάνεται και βιώνει το σκοτάδι με τον δικό του, αποκλειστικό τρόπο.

 

 

 

There are usually two patterns used to describe “dark” music: the first defines dark music as music depicting, in the listener’s imagination, images and scenes directly connected to (what is generally thought to be) darkness, night, twilight – such as, for example, dark woods and valleys, nighttime or cloudy landscapes, and so on. Based on the other pattern, dark music is the type of music evoking feelings to the listener that, in other occasions, would somehow be considered negative: feelings of melancholy, sadness, pressure, stress, and other similar or related emotions.

Both patterns have, at their core, a residue – even if it’s actually in dormant form – of the notion of good old Romanticism: elevation and manifestation of ultimate emotions produced by external, natural stimuli, to the point of total encompassment of the listener by such emotions – an encompassment which is further aided by the material accompanying the music: artworks (both layout and selection of colors), song titles (where, in several instances, the effort to emphasize or imply darkness through other-than-musical means results in highly comical effects), and lyrics (which is the same as in the case of song titles).

The more savvy listeners will, at some point, reach the conclusion that in any case, dark music is governed by conventions, external to music at first, ending up dominating the music itself (in the sense of melodies, progressions, and song arrangements) so that it can correspond to equally conventional – some would say social – norms regarding perception and definition of what darkness is or ought to be. We could say that the abovementioned conventions serve a “good” notion of darkness: a more civilized, “materialized” (in a sense), and generally accepted commonplace notion, omitting the important factor of the individualized emotion: meaning that, strangely enough, darkness can be experienced – sometimes more intensely – in environments with perfect luminescence.

Which brings us to the case of [ B O L T ]. The most important aspect of (03), for me at least, is the fact that it doesn’t try to fall within any of the patterns described in the preceding paragraphs: their music doesn’t evoke any visual dark sceneries, nor does it attempt to cause the listener to feel any pressing emotions – this, of course, does not mean that (03) is dominated from any coldness, quite far from it. Those seeking sad music, based on emotional conventionality, probably won’t find what they’re looking for in (03) – and the same goes for all those searching for melodies to fit with their new autumnal or wintery desktop image. It’s the other way around: [ B O L T ] make no attempts to impose or imply any particular emotion to the listener – what this means is that they aren’t overtly exuberant as regards the intended result of their music, as is the case with many bands. The minimalism dominating the entirety of (03), from the artwork down to the (non) song titles, is both low-key and substantive; the end result of their music doesn’t shout its implied plan to the world, leaving instead plenty of openings and opportunities to the listener to assess the effectiveness of its musical essence all on his or her own.

This, however, is not to say that (03) is free of mishaps, which are mostly centered on [ B O L T ]’s attempts, in several pieces, to approach a more clear-cut drone/doom style of music. While they have no definite effect on the end result – it would be unjust for both [ B O L T ] and (03) to make such claims – these pieces are problematic both in selection of guitar sound, and as regards their duration. If their sound was different, at least a bit heavier, and if they were shorter, these pieces, in my view, would be better connected with the remaining corpus of (03)’s music. In their current form, they neither add, nor emphasize something; plus, due to these weaknesses, they end up being second-rate compared to the other songs. It’s not a big deal, really, but it ought to be said.

Nevertheless, the record is generally pretty good, so good that you don’t have to be in particular situations or moods to listen to it. It can be enjoyed in both rainy, cold days, as well as during warm, summer instances. Besides, each perceives and experiences darkness in one’s own, unique way.

 

ΑΤΜ

2 Comments Add yours

  1. charikleia says:

    Ενδιαφέρον “καρκινάκι” το άλμπουμ. Κάτι σαν το ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ. Αρχή και τέλος το ίδιο. Πολύ ωραία μουσική!

    1. Όπως λέγαμε κι εμείς μεταξύ μας όταν το ακούσαμε…”και δεν του φαινόταν”.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.