Σε εβδομαδιαία βάση ένα πρόσωπο που ασχολείται εμπράκτως με τη μουσική, εξομολογείται μέσω της Δισκοπάθειας την αγάπη του για έναν δίσκο. Αυτή την εβδομάδα, ο Μπάμπης Κολτράνης που περιβάλλει ηχητικά τη ζωή του όχι μόνο ακούγοντας μουσική, αλλά και μέσα από κείμενα και ραδιοφωνικές εκπομπές επί της τελευταίας, μεταφέρει τις έντονες παραστάσεις που αποκόμισε κατά τις ακροάσεις του LP5 (ουσιαστικά, του άτιτλου πέμπτου άλμπουμ) των Autechre.
Το προφίλ του… δισκοπαθούς κατ’ εμέ
Ως ένας από τους… κινητήριους μοχλούς του αληθινά αξιόλογου διαδικτυακού τόπου γύρω από τη μουσική Against The Silence, o Μπάμπης Κολτράνης (τι επίθετο-ιδιοκατασκευή!) αναλύει -με μεθοδικότητα και σε αρκούντως προσωπικό ύφος- άλμπουμ και συνθέσεις διαφόρων ιδιωμάτων καταλήγοντας σε εμπεριστατωμένα συμπεράσματα επί αυτών. Ενδέχεται, βέβαια, να έχετε διαβάσει κι αλλού σχετικά κείμενά του, όπως φερ’ ειπείν στον multimedia ιστοχώρο Breakaplate.
Παράλληλα, ο κάτοικος Βερολίνου εδώ και μερικά χρόνια Μπάμπης, ο οποίος μεγάλωσε στην Κω και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, εκφράζει τον… εθισμό του στους πάσης φύσεως ήχους μέσα από την εκπομπή την οποία επιμελείται για λογαριασμό του ιντερνετικού ραδιοφώνου Weird Fishes, με τίτλο Night Patrol (ή ελληνιστί Νυχτερινή Περίπολος), και η οποία βρίσκεται στον «αέρα» κάθε Τετάρτη 23:00-00:15 (δίνοντας και αρμονική ώθηση στις Πέμπτες μας).
…και τα λόγια τού ίδιου για τον αγαπημένο του δίσκο
Παίδεμα αυτή η μπάντα! Πρώτη γνωριμία σε ένα δωμάτιο στο Αμστελόδαμο, χειμώνα με ανοικτό παράθυρο και το Tri Repetae των Autechre για πρωινό. Ο φίλος που με φιλοξενούσε να μην ακούει τίποτα άλλο εκείνες τις ημέρες κι εγώ απλά να έρχομαι σε επαφή με κάτι το εντελώς καινούργιο. Είχα ήδη ακούσει Aphex Twin, Kraftwerk, Orbital, Στέρεο Νόβα κ.α., αλλά αυτό εδώ το άκουσμα ηχούσε εντελώς περίεργα στα αυτιά μου, σαν κάτι που απαιτούσε πρώτη φορά την τέλεια προσήλωση για να το κατανοήσεις.
Μετά από κάποιους μήνες αγόρασα το πέμπτο τους άλμπουμ που είχαν φρεσκοκυκλοφορήσει εκείνη την εποχή. Ούτε τίτλος, ούτε κάτι στο εξώφυλλο, διπλός δίσκος, τίτλοι κομματιών γιούχου και το μυστήριο ξετυλιγόταν για τα καλά. Δεν γνώριζα αν τότε αυτό που κρατούσα στα χέρια μου ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του, αλλά εγώ πρώτη φορά δεν άκουγα ούτε μπάσα κανονικά, ούτε μελωδίες. Οι κοφτερές συνθέσεις όμως με την εξωγήινη παραγωγή ανέδυαν μια μαγεία. Διάολε, ούτε να το χορέψεις μπορούσες αυτό το υλικό, αλλά κάθε νότα(;) σου στοίχειωνε για τα καλά τον εγκέφαλο. Ήταν σαν κάθε ξεχωριστό στοιχείο κάθε κομματιού, οι ρυθμοί, τα αλλόκοτα μηχανικά τιτιβίσματα, οι υπόγειες ατμόσφαιρες, να μπορούσε να σταθεί αυτόνομα μόνο του και βεβαίως υπάρχουν στιγμές ή ακόμη και ολόκληρες συνθέσεις όπου αυτό συμβαίνει αγγίζοντας έναν μυστήριο μινιμαλισμό.
Μετά από κάθε σημείο δεν ήξερες τι μουσικά θα επακολουθήσει και για την ακρίβεια τι θα σου επιτεθεί ηχητικά. Οι πλευρές γυρνούσαν και τα εθιστικά κομμάτια διαδέχονταν το ένα το άλλο επιβάλλοντας τον χαρακτήρα της ιεροτελεστίας μιας ακρόασης αυτού του χειμωνιάτικου και πολυδαίδαλου δίσκου. Περιττό να πω πως κάθε πλευρά ή κομμάτι διαφέρει από το άλλο και ως σύνολο συνδεδεμένα στεκόντουσαν πιο πετυχημένα παρά κατά μόνας. Ίσως για αυτόν τον λόγο δεν έχω αποστηθίσει τους τίτλους των κομματιών, αλλά θυμάμαι μόνο στιγμές που τα έχω ακούσει ξέχωρα από τον δίσκο. Το “Acroyear2” σε ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής στην Πειραιώς φορώντας βερμούδα και γεμάτος περιέργεια. Το “Arch Carrier” σε μια πρόσφατη μου ραδιολίστα που δεν κόλλαγε με τα υπόλοιπα επιλεγμένα κομμάτια κι εμένα να νιώθω σαν να μην κολλάω με τίποτα με αυτό που φαινόταν έξω από το βερολινέζικο παράθυρό μου. Το “Drane2” στην πρώτη φορά που είδα την ταινία Π (καθώς ακούγεται ένα απόσπασμα του σε μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας, αλλά δεν περιλαμβάνεται στο soundtrack της) στην Ίριδα σε μια μαγευτική βραδιά των φοιτητικών μου χρόνων.
Επειδή μου φαίνεται πως μπορώ να γράφω ακατάπαυστα για τον δίσκο αυτό να σημειώσω απλώς πως από τότε που τον πρωτοάκουσα έχω ενσκήψει ως ακροατής και στο υπόλοιπο υλικό της πλούσιας δισκογραφίας τους, με θετικά κατά κύριο λόγο αποτελέσματα, χωρίς όμως να βάζω δίπλα του κάποιο άλλο τους πόνημα. Έτσι κι αλλιώς ήταν ένα οριακό άλμπουμ για τους ίδιους το οποίο ενσωμάτωνε την τεχνοτροπία και την αισθητική που είχαν ήδη καταθέσει μέσα σε μια γεμάτη δεκαετία και την καταβύθιση στον πειραματισμό που θα ακολουθούσαν ως σχήμα.
Πάντως μιλάμε για έναν δίσκο ανάδελφο με ό,τι κυκλοφορούσε τότε, ο οποίος συμπυκνώνει την μαγεία και το βάθος της ηλεκτρονικής μουσικής, μην δίνοντας σημασία σε μόδες καταδικασμένες να ξεπεραστούν και ως εκ τούτου ακούγεται ακόμη και σήμερα μετά από δεκαεπτά χρόνια σχεδόν εξωπραγματικός. Ο τρόπος μάλιστα που χαρακτηρίζει την ροή του δίσκου με την εναλλαγή ταχυτήτων, το κρεσέντο πριν το τέλος και το χαοτικό και άρρυθμο κλείσιμο είναι κάτι που ακόμη και σε θέματα που δεν άπτονται της μουσικής με έχει επηρεάσει καταλυτικά.
Αναδημοσίευση από το https://diskopatheiaa.wordpress.com/ το οποίο και ευχαριστούμε θερμά.