«Instrumental rock: Μια τέχνη που χάνεται». Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει τίτλος βιβλίου ή, ακόμη καλύτερα, τίτλος ντοκιμαντέρ, σαν αυτά που, χάρη στο Διαδίκτυο και την πτώση στο κόστους οπτικοακουστικού εξοπλισμού, έχουν γεμίσει τους server του Youtube, του Vimeo και άλλων ιστοτόπων προβολής και προώθησης οπτικοακουστικού υλικού.
Ας διευκρινίσω σε αυτό το σημείο ότι δεν αναφέρομαι στο ορχηστρικό post rock, μιας και αυτό δεν είναι μία τέχνη που χάνεται, αλλά ένα μουσικό ιδίωμα που είχε την φιλοδοξία να αναδειχθεί και να κυριαρχήσει, αλλά εντέλει το έφαγε ο μανιερισμός, οι εύκολες και απλοϊκές μελωδίες και ενορχηστρώσεις και η παράχρηση και κατάχρηση των δυνατοτήτων της μουσικής τεχνολογίας (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι όλα τελείωσαν, τουναντίον, τίποτα ποτέ δεν τελειώνει, κι ό, τι υπάρχει ξαφνικά χάνεται και ύστερα πάλι ξαναγίνεται). Μιλάω για το γκαραζίστικο, ψυχεδελικό ή ψυχεδελικοστραφές instrumental rock που, σε πείσμα των αλλαγών και των διακυμάνσεων στις μουσικές μόδες, εξακολουθεί να παίζεται σε δωμάτια σπιτιών και σε συνοικιακά ή μη προβάδικα. Κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να πει ότι, βάσει της ιστορίας της ροκ μουσικής από τις απαρχές της έως τις μέρες μας, είναι ίσως και το ανθεκτικότερο απ’ όλα τα ιδιώματα και υποϊδιώματα του μουσικού αυτού είδους. Ίσως επειδή είναι πάντα ανοικτό στον πειραματισμό και δεν περιορίζεται από το αναγκαστικό βάρος που έχουν οι στίχοι και η παρουσία ενός τραγουδιστή; Ίσως. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει είναι το διά ταύτα.
Στο διά ταύτα, λοιπόν: Οι Lazy Aftershow, εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενοι, παρουσιάζουν στην ομότιτλη δουλειά τους επτά συνθέσεις ορχηστρικού ροκ, που άλλοτε προσεγγίζει την ψυχεδέλεια, αλλού το παλιό καλό garage, πάντα μελωδικό, με πιασάρικες και έξυπνες – απλές, αλλά όχι απλοϊκές – μελωδίες και γραμμές στα έγχορδα. Οι ρυθμοί και οι ενορχηστρώσεις διακρίνονται από μία προσέγγιση που ακολουθεί τις διδαχές του less is more, και ως προς αυτό, το συγκρότημα πράττει άριστα. Κάτι ακόμη που καθιστά ενδιαφέρον το άκουσμα του LazyAftershow είναι το γεγονός πως η μουσική καλύπτει αρκετά στοιχεία και τάσεις από διάφορες δεκαετίες ηλεκτρικού ήχου – από την κλασική ψυχεδέλεια της δεκαετίας του ’60, έως τον ορχηστρικό ηλεκτρισμό της δεκαετίας του ’80, κι ακόμη παραπέρα. Σαν σύνολο, τα επτά κομμάτια του LazyAftershow δεν παραμένουν ούτε στατικά, ούτε καθηλωμένα σε συγκεκριμένες φόρμες – μ’ άλλα λόγια, φαίνεται ότι τα μέλη των Lazy Aftershow εντρυφούν στην τέχνη του παλιού καλού τζαμαρίσματος, και δη του ουσιαστικού τζαμαρίσματος, αυτού που παράγει συνθέσεις, κι όχι αυτού που χρησιμοποιείται ως ξεχαρμάνιασμα ή σαν δικαιολογία για ανούσια b-sides.
Όλα αυτά καλά, και καλώς καμωμένα. Αλλά, ο υποψήφιος ακροατής ας έχει υπόψη του ότι αν περιμένει να ακούσει μεγάλες και επικές συνθέσεις στο LazyAftershow, μάλλον… δεν θα έλεγα ότι θα απογοητευτεί, αλλά ότι ίσως θα πρέπει να επανεξετάσει το τι ακριβώς είναι αυτό που κάνει ένα μουσικό κομμάτι «μεγάλο» και «επικό». Οι Lazy Aftershow παίζουν τίμια και καθαρόαιμη rock μουσική, και τίποτε άλλο. Εμένα, τουλάχιστον, αυτό μου αρκεί.
ΑΤΜ