Εντελώς αναπάντεχα οι Swans έχουν αναδειχθεί στην μοναδική μπάντα από το παρελθόν που όχι μόνο αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά αναγκάζει σήμερα, στον 13ο δίσκο της καρριέρας της, έναν ευρύ αριθμό φίλων, οπαδών και περίεργων να την ακολουθεί στο κατόπι της. Ήταν το σωτήριο έτος του 2010 όταν και ο Michael Gira, αυτή η περσόνα που δύσκολα ξεχωρίζεις σε αυτήν πού ξεκινά η σχιζοφρένεια, και πού τελειώνει η ιδιοφυία, παράτησε τα προσωπικά του μουσικά σχήματα, και μαζεύοντας αρκετά μέλη από την αρχική σύνθεση της μπάντας (πλην της άκρως σημαντικής πάλαι ποτέ συνεργάτιδας του Jarboe),ξεκίνησε την δεύτερη του εφηβεία με τον δίσκο My Father Will Guide Me Up A rope In The Sky.
Οι νέες συνισταμένες είχαν μπει, αλλά αυτό που εκτόξευσε την μπάντα – πέρα από τις σπινθηροβόλες ζωντανές τις εμφανίσεις – ήταν το προ διετίας The Seer, που προχώρησε το σχήμα σε άγνωστα, θα λέγαμε, αστρικά και μουσικά πεδία. Ένα δίωρο μουσικό όργιο με αρκετές δόσεις έμπνευσης, αγνού θορύβου και νοσηρής μελωδικότητας, που πρώτη φορά συναντιόντουσαν σε υπερθετικό βαθμό μέσα σε έναν κιθαριστικό δίσκο. Έρχεται λοιπόν το To Be Kind που, γεμάτο αυτοπεποίθηση, καταλαμβάνει κι αυτό δυο ώρες μουσικής, και αποτελεί την συνέχεια ενός δίσκου που απλά στεκόταν μονάχος του σαν ένας τεράστιος κάκτος στην έρημο, ο οποίος ηχογραφήθηκε τρομάζοντας κάθε τι άλλο που ήθελε να θυμίζει μουσική πλησιάζοντας το.
Το περίεργο είναι πως το νέο αυτό πόνημα σε γενικές γραμμές τα καταφέρνει να ακούγεται κοφτερό, πνευματώδες και – εννοείται – παρανοϊκό. Σχεδόν όλα όσα μετά φόβου μας γοήτευσαν (σχεδόν όλ@ς) στο The Seer βρίσκονται κι εδώ… γιγαντιαίες συνθέσεις, δυναμικές που αγγίζουν τα όρια της εκκωφαντικότητας, ποιητικοί στίχοι, σκοτεινές μελωδίες κλπ. Για αυτήν την όχι κρυφή αγάπη του Michael Gira για τα blues έρχεται να μιλήσει το κομμάτι “Just A Little Boy”, που αφιερώνεται στον πυλώνα της συγκεκριμένης μουσικής Howlin’ Wolf. Πάντως, αυτή η επιθετική επαναληπτικότητα της μουσικής τους έρχεται να συναντήσει την ψυχεδέλεια, με την γενική έννοια του όρου, που απηχεί στο παίξιμο των μουσικών της μπάντας. Αυτές οι κινητήριες ιδέες, που συνήθως δεν καλύπτουν πολλές τονικότητες ή μελωδικές γραμμές, δίνουν τον χαρακτήρα του δίσκου αυτού που ως κύριο μέλημα του έχει το χτίσιμο μιας κεντρικής ιδέας και την σχολαστική αποσάρθρωση της.
Αν αυτό ακούγεται κάπως αναμενόμενο και βαρετό σαν θεωρητικό σχήμα, στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αυτό εξάλλου είναι η κεντρική δύναμη (και) του To Be Kind, καθώς μετά από κάθε μπάσιμο του εκάστοτε τραγουδιού δεν ξέρεις πότε θα ηρεμήσουν και πότε θα αγριέψουν τα πνεύματα. Κανονικά θα έπρεπε να μην υπάρχουν ούτε τίτλοι τραγουδιών, ούτε οι καταγεγραμμένοι χρόνοι της κάθε σύνθεσης, και απλώς να αφηνόμαστε προσηλωμένοι στο εκστατικό αυτό ταξίδι. Ποιες λεπτομέρειες να πρωτοπιάσεις, καθώς το σκοτάδι οδηγεί στην μακρινή έξοδο, το πνίξιμο στον έρωτα, και η παράνοια στο ανανεωμένο πάντα αναδυόμενο φως. Η αποτίμηση ενός δίσκου τέτοιας χυμώδης φύσης και διάρκειας δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί χωρίς να τον αποτυπώσεις στο πετσί σου, αλλά αυτή τη φορά, η αποδοχή της αλλόκοτης φύσης του φαντάζει να έχει επιτευχθεί με χαρακτηριστική πλέον ευκολία από τους φορείς της.
Μπάμπης Κολτράνης