(Σημείωση: Παλαιότερη δισκοκριτική που είχε γραφτεί για τα 40α γενέθλια του δίσκου.)
Θα μπορούσαν να γραφτούν τόσα πολλά για την επιβλητική παρουσία των Γερμανών πρωτοπόρων CAN στα 70s και την προσφορά τους στην σύγχρονη μουσική. Το σχήμα που αποτελούνταν εκείνη την εποχή από δύο μαθητές του Stockhausen, τον Irmin Schmidt στα πλήκτρα και τον Holger Cuzkay στο μπάσο, τον νεότερο Michael Karoli στην κιθάρα, τον σπουδαστή σε jazz σχολή Jaki Leibizit και τον Damo Suzuki στο μικρόφωνο, έμελλε να έχει μεγαλύτερη απήχηση στις μέρες μας και ιδιαίτερα μετά το πέρασμα των 90s παρά την εποχή που ήταν ενεργοί.
Ερχόμενοι στο Tago Mago το οποίο κλείνει φέτος τα 50 χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στα δισκάδικα, θα ήταν ψέμα να ισχυριστούμε πως υπάρχει ένα album των CAN που αντικατοπτρίζει το συνολικό έργο τους. Το συγκεκριμένο όμως αδιαμφισβήτητα αποτελεί την βαθύτερη τους βουτιά σε ό,τι είχαν δοκιμάσει ή θα δοκίμαζαν στην συνέχεια ως μπάντα.
Κατά μια έννοια το original album μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη. Στο 1ο μέρος έχουμε πιο «κανονικά» κομμάτια και το 2ο χαρακτηρίζεται άκρως πειραματικό. Πιο συγκεκριμένα την αρχή κάνει το ανατολίτικο “Paperhouse” όπου μια ήπια εισαγωγή οδηγεί σε ένα χίπικο ροκάρισμα από όπου ξεπηδάει ένα jazz tempο. Η φωνή του Damo παίζει πρωτεύοντα ρόλο καθώς καθοδηγεί μελωδικά την ροή κάθε κομματιού με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το “Mushroom” όπου η μαστούρικη φωνή με τα εξωπραγματικά για την εποχή τους drums δημιουργούν το πρώτο trip hop κομμάτι που παρουσιάστηκε ποτέ.
Ακολουθεί το uptempo “Oh Yeah” όπου και εδώ κυριαρχούν τα επαναλαμβανόμενα μουσικά θέματα πάνω σε ένα ρυθμό που άπειρος κόσμος ξεπατίκωσε στη συνέχεια. Επόμενο κομμάτι είναι το “Halleluwah”, ένα funk τζαμάρισμα που διαρκεί 18μησι λεπτά στα οποία ανακατεύονται οι ήχοι των μουσικών οργάνων μεταξύ τους.
Οι CAN ηχογραφούσαν με φτωχά μέσα παίζοντας με τις ώρες στο studio και στην συνέχεια έκοβαν τα μέρη τα οποία έπαιρναν τη μορφή που ακούμε στους δίσκους. Στο 2ο μέρος, λοιπόν, του δίσκου παρουσιάζεται η πιο παιχνιδιάρικη πλευρά τους, όπου οι πειραματισμοί αγγίζουν τα όρια του θορύβου. Σίγουρα τα avant garde “Augmn” & “Peking O” θα δυσκολέψουν τον ακροατή, σε αντίθεση με το ψυχεδελικό “Bring Me Coffee Or Tea” που ηρεμεί τα πνεύματα. Ίσως το παρατραβάει κάπως και ο Damo με τις φωνητικές του περιπτύξεις αν και ομολογουμένως ανοίγονται ευφάνταστα μουσικά πεδία αυτοσχεδιασμού, στα οποία το βίωμα και όχι αμιγώς οι ήχοι καθοδηγούν τις αισθήσεις.
Αναμφίβολα το απίστευτα καλοπαιγμένο Tago Mago δεν είναι ένας εύπεπτος δίσκος. Μήπως όμως το A Love Supreme, το Zen Arcade ή το Deep Listening, κάποια αριστουργήματα που μου έρχονται πρόχειρα στο νου, δεν είναι και αυτοί δίσκοι οι οποίοι όσο δυσκόλεψαν στην αρχή, άλλο τόσο αγαπήθηκαν στη συνέχεια;
Μπάμπης Κολτράνης