Οι Dictaphone δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις καθώς έχουν ήδη διαγράψει μια σημαντική πορεία στο χώρο της ριζοσπαστικής-αυτοσχεδιαστικής μουσικής φτάνοντας αισίως σήμερα στην πέμπτη τους κυκλοφορία. Ταυτόχρονα η ίδια τους η μουσική είναι σε τέτοιο βαθμό χαρακτηριστική που δύσκολα ακούγοντας την θα σου έρθει στο μυαλό κάποιο άλλο παραπλήσιο στον ήχο σχήμα (πέρα ίσως αυτό των ημεδαπών Sancho 003). Φτάνει να ακούσουμε ένα απόσπασμα από το οποιοδήποτε κομμάτι τους για να αντιληφθούμε ότι αυτό το παιχνίδισμα ήχων από λούπες, κλαρινέτο και βιολί καθίσταται αρκούντως εθιστικό και αφοπλιστικό.
Τι διαφορετικό, λοιπόν, έχουμε στο νέο τους πόνημα; Όχι πολλά χωρίς αυτό να έχει βέβαια και κάποια βαρύνουσα σημασία. Για άλλη μια φορά δεν έχουμε ξεχωριστές συνθέσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον, αλλά μια αέναη αύρα που κλωθογυρίζει πάνω από το υλικό τους. Μια αίσθηση ζάλης του ξημερώματος έξω μεταφέρεται αυτούσια μαντεύοντας ουσιαστικά το λιτό εξώφυλλο του δίσκου. Καμία σύνθεση δεν υπολείπεται, ούτε βγαίνει από το κάδρο. Προσοχή όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ παλαιάς κοπής και σφιχτής συνοχής, αλλά για αιθέρες ελκυστικών ήχων που βγαίνουν ανεξάλειπτα από τον ίδιο αγωγό. Τελικά, λειτουργεί όλο αυτό; Η υποκειμενική απάντηση κρύβεται φτάνοντας στο φινάλε του δίσκου, όπως εξάλλου συμβαίνει με την κάθε απάντηση μετά το κάθε φινάλε.
Μπάμπης Κολτράνης