
Πριν έρθεις σε επαφή με ένα νέο άλμπουμ, συνήθως υπάρχουν κάποιες, από τα πριν πεποιθήσεις απέναντι του που, πιθανόν να επηρεάζουν την κριτική αποτίμηση του και την καθαυτή ακρόαση του. Εδώ, στην περίπτωση των Γιαννιωτών Their Methlab υπάρχει ήδη μια εμπειρία, όταν τους είδα ως support στους Jakob, πριν δύο χρόνια. Εκεί θεώρησα ότι χαντακώθηκε η εμφάνιση τους με την άκριτη χρήση των βίντεο που πρόβαλλαν τα οποία περιείχαν σκηνές από ντοκιμαντέρ που εκβίαζαν το συναίσθημα και τον πολιτικό προβληματισμό με έναν επιτηδευμένο τρόπο, χωρίς σύνδεση με το μουσικό κομμάτι της μπάντας, που -έτσι κι αλλιώς- δεν μου είχε κάνει κάποια εντύπωση.
Από τότε βέβαια, έχει περάσει αρκετός χρόνος, το εξώφυλλο της δεύτερης δουλειάς τους σε προκαταβάλλει κάπως θετικά, οπότε είναι μια καλή ευκαιρία να τους δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Αρχικά, λοιπόν, να σημειώσω στα θετικά την επίδραση που είχαν και έχουν οι Jakob στον ήχο τους, όπως επίσης, τη διάθεση της μπάντας να μην εμμείνει σε ένα μουσικό είδος, αλλά να συνδυάσει post, stoner και ψυχεδέλεια, πρακτική που ακολουθούν αρκετές νέες μπάντες σήμερα.
Σε αυτή την προσπάθεια τους όμως, υπάρχουν αρκετά εμπόδια που στήνονται από την ίδια την μπάντα. Η προαναφερόμενη επιρροή φτάνει σε τέτοιο σημείο που το “Muktuk” στο αρχικό του θέμα δεν θυμίζει απλά, αλλά είναι ίδιο με το “Verstaerker” των Jakob! Γενικά, οι επιρροές τους αντί να αναμοχλεύονται, αναδύονται αυτούσιες και απλώς προσθαφαιρούνται σαν να είναι μαθηματικά (βλ. εισαγωγή post rock, stoner ριφ στη συνέχεια στο εισαγωγικό κομμάτι κ.ο.κ.). Για τον ήχο δε, ενώ υπάρχουν εκρηκτικές στιγμές, αυτές ακούγονται σαν εφηβικά σκιρτήματα από μια μπάντα που θέλει να εντυπωσιάσει κι όχι σαν μέρη όπου ο ήχος είναι το ταξίδι. Γιατί σε αυτά τα ακούσματα ο ήχος είναι το παν και μπορεί η παραγωγή εδώ να είναι αλάνθαστη, αλλά αντιμετωπίζει όλα τα κομμάτια σαν μια σύνθεση, σεβόμενη υπέρ του δέοντος τη λογική να είναι όλα ίσια, χωρίς μια ατέλεια και εν τέλει επίπεδα.
Ερχόμαστε λοιπόν και στο ζήτημα των συνθέσεων καθαυτών που -μάλλον- αποτελεί και το πιο ευάλωτο στοιχείο του δίσκου. Υπάρχει μια σταθερή ταχύτητα κατά μήκος του άλμπουμ στην οποία απλώς παρεμβάλλονται ξεσπάσματα, με τις υπερβολικές κιθάρες να δίνουν τον τόνο, κινούμενες σε ένα πολύ στενό μελωδικά πλαίσιο. Δεν είναι ότι η μπάντα δεν έχει δουλέψει σε όλους τους τομείς που προαναφέρθηκαν, αλλά αυτό που λείπει, συμπυκνώνεται σε μια έννοια η οποία λέγεται αισθητική. Αυτή είναι που θα ισιώσει τον ήχο τους, θα αφήσει πίσω τα εύκολα τρικ στις συνθέσεις και θα επιφυλάξει εκπλήξεις, ακόμη και στους ίδιους, ως προς το πως μπορεί να εξελιχθεί μια ιδέα. Αν αφεθεί πίσω η ευκολία του να ηχογραφείς ένα τζαμάρισμα ζωντανά και του να θεωρείς ότι οι επιρροές και η όμορφη θέα των τοπίων στην Ήπειρο μπορούν να αποτελέσουν μια πηγή έμπνευσης, και στρωθεί η μπάντα σε μια ενδοσκοπική αναζήτηση ως προς την εξεύρεση της δικής της ταυτότητας, τότε σίγουρα τα αποτελέσματα θα είναι διαφορετικά και ελπιδοφόρα.
Μπάμπης Κολτράνης