“Όλοι είμαστε στον υπόνομο, αλλά κάποιοι από μας κοιτάζουν τ’ άστρα”, λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ. Γι’ αυτό και όταν σου σκάει από το πουθενά η δυσκολία και αποφασίζει να έχει και διάρκεια, δύο είναι οι επιλογές σου: ή βουλιάζεις ή αντιδράς. Ή σε παίρνει η τραγωδία από το χέρι, για να σε ξαναπερπατήσει στα σκοτεινά δρομάκια του “ένδοξου” παρελθόντος σου, με σκοπό να σε βοηθήσει να ξαναχαθείς εκεί που βρίσκονται καλά κρυμμένοι οι εσωτερικοί σου δαίμονες, ή αποφασίζεις να αντιδράσεις και να τα αφήσεις όλα αυτά πίσω σου οριστικά, να κάνεις όλα τα δαιμόνια της ψυχής σου να εξαφανιστούν, μετουσιώνοντας όλον αυτόν τον πόνο σε δημιουργία και σε χάραξη καινούριας πορείας σε νέα και καθαρά μονοπάτια.
Κάπως έτσι ο Tobias Grave άρχισε την αυτοβιογραφική του εξιστόρηση. Ωμή, αλλά συνάμα συναισθηματική, σαν ψυχοθεραπευτικό ψυχογράφημα της απελπισίας του. Η πρόωρη γέννηση του γιού του στον 8ο μήνα της κύησης και η επικινδυνότητα που ενείχε τόσο για την γυναίκα του όσο και για το παιδί τους ήταν η πηγή της συγκεκριμένης δημιουργίας. Θεατής ο ίδιος στο θέατρο του παραλόγου και των αντιθέσεων, με γρήγορη εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων στο ήδη στημένο σκηνικό: ένα νοσοκομείο, μια ευθεία γραμμή που δείχνει την πορεία προς τον θάνατο, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να αγωνίζονται για την επιβίωση ενός παιδιού που παλεύει για τη ζωή του.
Οι ατέλειωτες ώρες/μέρες της αναμονής, ήταν ένα προσωπικό στοίχημα για τον Grave, για το πώς θα αντεπεξέλθει, χωρίς να επιστρέψει στις εξαρτήσεις και τους εθισμούς του, αυτήν τη συνήθη, πρότερη πρακτική αποφυγής μιας δύσκολης και μη αποδεκτής πραγματικότητας. Ήταν η στιγμή της συνειδητοποίησης, της μετάβασης από τον εγωκεντρισμό στην ανιδιοτέλεια, από το εγώ στο εμείς που, στην προκειμένη περίπτωση, συνέβη βίαια και ξαφνικά. Εκείνη η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις καμία επιλογή, παρά μόνο να παραμερίσεις κάθε προσωπική σου ανάγκη, να δοθείς απόλυτα στο πλάσμα που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από σένα, που βρίσκεται εκεί αβοήθητο και απογυμνωμένο, χωρίς εφόδια για τη μάχη που καλείται να δώσει.
Με ένα μπάσο, μια κιθάρα, έναν φορητό υπολογιστή και τον εξοπλισμό που ήδη είχε μαζί του, μιας και η γέννα τούς βρήκε στον δρόμο της επιστροφής από περιοδεία, άρχισε να καταγράφει, να συνθέτει και να δημιουργεί. Το “bunny room”, που αναφέρεται στη νεογνική εντατική μονάδα και στην προσπάθειά του να επιστρέφει εκεί για να βλέπει το παιδί του, είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Grave μαζί με το “Savior” και σε αυτά καταθέτει την απελπισία που τη δεδομένη στιγμή είχε κατακλύσει κάθε κύτταρο της ύπαρξής του, γνωρίζοντας πως λυτρωτής και σωτήρας δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Το “Trying not to die”, μια μελωδική μελαγχολία στην οποία προσπαθεί να διατηρήσει την ελπίδα για την επιβίωση, ξεφεύγοντας από τη μαύρη τρύπα που παραμένει και τον περιμένει εκεί, έτοιμη να τον ρουφήξει ξανά μέσα της. Η μουσική στο “Cry Now Cry Later” γίνεται πιο δυναμική, μιας και μας δηλώνει ότι προσπαθεί να μη μείνει στάσιμος, αλλά να προχωρήσει μπροστά. Υπάρχουν εύθραυστες ισορροπίες, όπως φαίνεται και στο “Dancing on glass”, που ολοκληρώνονται με το “Hard candy” και με μια δυναμική που δηλώνει με σαφήνεια ότι το να παλεύεις τελικά για οτιδήποτε στη ζωή είναι απλώς μονόδρομος.
Ένα post punk άλμπουμ, λίγο διαφορετικό από ό,τι μας έχουν συνηθίσει ως τώρα οι Soft Kill, που αφορά την προσωπική εμπειρία του Tobias και υποστηρίχθηκε πλήρως από τα μέλη της μπάντας. Κι αυτό έγινε γιατί η αναφορά στη δύναμη που εκλύεται από τον άνθρωπο σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και γεμάτη αντιφάσεις στιγμή —που είναι το κυρίαρχο μήνυμα του άλμπουμ— είναι κάτι που αφορά πολλ@ από μας. Ο πόνος που μετασχηματίζεται σε δημιουργία, το πένθος σε χαρά, η αδυναμία σε δύναμη. Μια αδυναμία που, όταν εκφραστεί, βρίσκει συνοδοιπόρους. Aνθρώπους να μοιραστείς αυτό που βιώνεις, να ζητήσεις συμπαράσταση και βοήθεια, όπως ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει και στο εξώφυλλο του άλμπουμ, που φέρνει στον νου τον στίχο του Λειβαδίτη “δώσε μου το χέρι σου να κρατήσω τη ζωή μου”.
Sylvia Ioannou