Σκιές που αντιστέκονται στο φως με τα κορμιά να τις ακολουθούν και όχι το αντίστροφο. Βηματισμοί υπάκουοι σε έναν άτρωτο ρυθμό, μελωδίες πουλιά σχεδόν ακίνητα σε σύρματα σκουριασμένα και εσύ μόνος. Στο ίδιο μέρος για πάντα κι όμως χαμέν@, με όλα γύρω σου να φαντάζουν κινούμενες θέες από θολά παράθυρα. Η βραχνή φωνή σου, για να σωθεί, ψιθυρίζει στίχους στο κενό. Τραγούδια που ήξερες ότι θα συναντήσεις κάποια στιγμή, επιτέλους σε βρίσκουν. Γνωρίζεις την καταγωγή τους, αλλά σε ζαλίζει η πορεία τους προς το άγνωστο κέντρο μέσα σου.
Κάθε σύνθεση αποτυπώνει μια άγνωστη ιστορία που θυμίζει εσένα. Τόσο δικιά σου, τόσο νέα. Τίποτα δεν σταματά αυτό που ακούγεται και μοιάζει με μοίρα που δεν μπορείς να αποφύγεις. Κι εκεί που ακούγεται απ’ έξω μια οικεία φωνή, συναντάς ένα πρόσωπο από τα παλιά και το φως της σκηνής εκρηγνύεται. Αυτό δίνει κίνηση στις λούπες που κατά κύματα σε χτυπάνε κι εσύ τινάζεις αυτήν την ενέργεια μπροστά σου – στον στραβό καθρέφτη που σπάει. Τα κομμάτια του κόβουν κι εσύ αποφασίζεις να τα αφήσεις εκεί όπως έχουν πέσει. Να μαζέψουν σκόνη, να γίνουν χώμα και να ξεχαστούν μαζί με ό.τι είχαν φυλακίσει στον αντικατοπτρισμό τους για μοναχά κάποιες άπειρες μικροκαμωμένες στιγμές. Άξιζαν – δεν άξιζαν.
Μπάμπης Κολτράνης