Το τρίτο άλμπουμ των εκ Γάνδης ορμώμενων Oathbreaker θα φιγουράρει σε αρκετές λίστες με τα καλυτέρα του 2016 για δυο βασικούς λόγους: για αυτό που η κριτική εντοπίζει ως επιτυχημένη ανάμειξη black metal και post ήχου και για τη χαρισματική παρουσία της τραγουδίστριας Caro Tanghe. Οι δυο αυτές αιτιάσεις δεν είναι ανυπόστατες, φανερώνουν όμως τάσεις υπεραπλούστευσης και επιδερμικότητας στην ακρόαση. Το Rheia αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό.
Οι θιασώτες της άποψης ότι οι Oathbreaker αντιπροσωπεύουν κάποιο είδος μετεξέλιξης του black metal στηρίζονται κυρίως στην ανάγκη μουσικής περιχαράκωσης νέων ονομάτων εντός του blackgaze χώρου. Το να ανακατέψεις όμως τους Βέλγους με μπάντες όπως οι Deafheaven και οι Alcest αποτελεί θεμελιώδες σφάλμα, αφού είναι φτιαγμένοι από εντελώς διαφορετική πάστα. Λίγες ενδελεχείς ακροάσεις θα σε πείσουν ότι το σημείο αφετηρίας τους είναι μάλλον το hardcore, για την ακρίβεια ένα core σκοτεινό, ακραίο και ελαφρώς μηδενιστικό. Η μπάντα στυλιστικά παρουσιάζει όντως μεγάλο ενδιαφέρον , αναμειγνύοντας black, post, sludge, core τεχνοτροπίες σε ένα καλοδουλεμένο σύνολο όπου τίποτα δεν μοιάζει να υπερισχύει. Εδώ πρέπει να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας στην υγειά τους, διότι οι όποιοι δημιουργικοί πειραματισμοί δεν έχουν χαρακτήρα διασκορπισμένων μερών εδώ κι εκεί, αλλά είναι πλήρως συμπυκνωμένοι κι ενσωματωμένοι στις συνθέσεις, υπονοώντας τέσσερις μουσικούς που διακατέχονται από αυθεντική καλλιτεχνική ανησυχία. Τσιν τσιν.
Μπροστάρης αισθητικά σαφώς και είναι η Caro. Έχοντας κατεκτημένη όλη τη γκάμα της γυναικείας φωνητικής εκφραστικότητας – και ειδικά των σκοτεινότερων πτυχών της – έχει πιθανόν τη δυνατότητα να σε πάει σε ζοφερότερους τόπους από έναν άνδρα συνάδελφο της. Μπορείς να ανιχνεύσεις επιρροές από Bjork ως και Diamanda. Το εντυπωσιακό όμως δεν είναι ότι μπορεί να ψιθυρίζει, να νιαουρίζει η να ουρλιάζει στην ίδια σύνθεση – αυτό είναι κάτι που πολλές τραγουδίστριες (προσπαθούν να) κάνουν. Αυτό που τη διαφοροποιεί και την κάνει να αναδύεται καλλιτεχνικά είναι η τόλμη και η αυτοπεποίθηση που αποπνέει. Οι μελωδικές γραμμές δεν είναι πιασάρικες, οι ερμηνείες ράθυμες, σχεδόν αφηρημένες και πολύ συχνά off tune. Για παράδειγμα, το φαλτσαριστό a capella του εισαγωγικού ‘’10.56’’ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εύκολη επιλογή κι όμως δημιουργεί την προδιάθεση ότι πρόκειται να ακούσεις κάτι σημαντικό. Το ψυχικό ξέσκισμα στο φινάλε του ‘’Second Sun Of R’’ σφραγίζει πρώιμα την παρουσία της, αν και ανάλογη στιγμή δυστυχώς δεν επαναλαμβάνεται στο άλμπουμ.
Μην κάνεις το λάθος να πιστέψεις ότι οι Lennart Bossu, Gilles Demolder και ο νεοεισερχόμενος Wim Coppers είναι εκεί μόνο για τις φωτογραφίσεις. Μόλις προσπεράσεις τον φασαριόζικο ήχο, θα βρεις μια μπάντα που παίζει μεν με τραχύτητα και χωρίς ευγένεια, αλλά και με σοβαρότητα και συναισθηματική ακρίβεια. Το Rheia μπορεί αρχικά να μοιάζει με ένα θηριάκι με κοφτερά νύχια, καθώς ρέει όμως αποκαλύπτει ένα αρκετά μεγάλο εύρος επιρροών. Το ‘’Immortals’’ κουβαλά ψυχεδελικές υποσχέσεις, το απόκοσμο ακουστικό ‘’Stay Here/Accroche-moi’’ λειτουργεί σχεδόν σαν αφαιρετική τέχνη, ενώ το ‘’Begeerte’’ μπορεί να βάλει και το industrial στην κουβέντα. Το γεγονός ότι η μουσική κρύβει ζουμί αναδεικνύει και το μόνο σοβαρό μειονέκτημα του άλμπουμ: την έλλειψη ρυθμικού πλούτου και , κυρίως τις σχετικά μονοδιάστατες αρμονίες. Οι αλληλουχίες των ακόρντων είναι απολύτως οι ίδιες με κάθε post συγκρότημα. Παρόλα αυτά, το άλμπουμ αναπτύσσεται σωστά και οι συνθέσεις κουβαλούν αρκετή περιπέτεια, χωρίς να περιορίζονται σε προφανείς ή ομοιόμορφες δομές. Εύγε στην παμπόνηρη παραγωγή που τοποθετώντας αρκετά χαμηλά τα φωνητικά στην μίξη και ριβερμπιάζοντας παράξενα τα όργανα ευνοεί τη ψυχρότητα και την εσωστρέφεια των συνθέσεων.
Οι Oathbreaker καταθέτουν μια πολυποίκιλη και εσωτερική πρόταση σκληρού ήχου δείχνοντας να είναι μπάντα ικανή να επηρεάσει τις εξελίξεις. Τώρα που το mainstream τους κλείνει πονηρά το μάτι, η από δω και πέρα διαχείριση του στυλ και του καλλιτεχνικού τους στίγματος μοιάζει κρίσιμη. Περιμένοντας το κέρμα να πέσει, κρατώ το ultra-heavy riff και την κραυγή της Caro που κλείνουν το θηριώδες ‘’Being Able To Feel Nothing’’ ως μια καλλιτεχνική δήλωση καταστατικού χαρακτήρα.
Αντώνης Καλαμούτσος