Κυλάνε οι μέρες ασταθείς και μαζί ρέουν μουσικές παράταιρες και ανόμοιες μεταξύ τους. Αυτό που μας συνοδεύει στις ακόμη πιο ασταθείς σκέψεις μας, έρχεται ως παρεπόμενο τους ή μερικές φορές τις βοηθά να βγουν στην επιφάνεια; Η απάντηση μπορεί να μην είναι εντελώς ξεκάθαρη, όπως όλες άλλωστε, αλλά στην περίπτωση του νέου αέρινου δίσκου του Port St. Willow φαίνεται πως τα κομμάτια έρχονται να δώσουν μια απλή ώθηση στους στοχασμούς της ημέρας.
Αυτό συμβαίνει απλά γιατί οι συνθέσεις του Andrew Dunn ο οποίος είναι ουσιαστικά η μπάντα, βγάζουν μια λεπτή διακριτικότητα στον ήχο τους. Υπό συνθήκες προηγούμενων δεκαετιών το Syncope θα χαρακτηριζόταν ως post rock με το ένα πόδι στο Laughing Stock των Talk Talk. Αντ’ αυτού πλέον τέτοιου είδους δίσκοι καταχωρούνται ως απλά δείγματα βαθυστόχαστης avant pop/ambient, οπότε σε αυτό το σημείο, καλό είναι να ξεκινήσουμε την ουσιαστική ενασχόληση με το νόημα του δίσκου, αφήνοντας στην άκρη τις όποιες άτοπες, πολλές φορές, ταμπέλες.
Αρχικά όλες οι συνθέσεις εδώ χαρακτηρίζονται από μια εύστοχη και αλκυονίδα πηγή φωτός. Χωρίς εκρήξεις ή ανισόπεδες ηχητικές διαβάσεις τα κομμάτια τείνουν να μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους. Μια αρμονία ξεκινά με τη συνοδεία ήρεμων ντραμς, μια φωνή στα ψηλά η οποία ερμηνεύει δυσδιάκριτους στίχους και ένα φινάλε κάθε τραγουδιού που οδηγεί ανεπαίσθητα στην απαρχή του επόμενου. Είναι σε τέτοιο βαθμό ομοιογενές το άλμπουμ που στο τέλος δεν σου μένει στη μνήμη κάποια σύνθεση, παρά μόνο η όλη ατμόσφαιρα που αποπνέει.
Θεωρώ πως σε λυρικούς δίσκους με φωνές χρειάζεται να υπάρχουν συνθετικές κορυφώσεις ώστε να διακρίνεται ο λόγος που θα σε κάνει να ξαναγυρίσεις πίσω. Να υπάρχει δηλαδή μια μελωδία που θα σκεφτείς σε μια άσχετη στιγμή και μετά από κάποια λεπτά θα θυμηθείς από που προέρχεται παρακινώντας σε να την ξανακούσεις. Αυτό είναι μια έλλειψη που στιγματίζει το Syncope, οπότε μένουμε με τα ευδιάκριτα προτερήματα του στη βελούδινη συνθετική και εκτελεστική υφή του, για να δούμε αν και αύριο η αύρα του θα παραμείνει αναλλοίωτη και ζωντανή.
Μπάμπης Κολτράνης