Υπάρχουν περιπτώσεις μουσικών έργων που αντλούν την έμπνευση τους από άλλες τέχνες, όπως για παράδειγμα το θέατρο, ο κινηματογράφος ή η ζωγραφική ∙ μουσικά έργα που παρ’ ότι είναι άμεσα συνδεδεμένα ως προς την διαδικασία δημιουργίας και ανάπτυξης τους με τα έργα άλλων τεχνών – θα μπορούσαμε, εν γνώσει μας καταχρηστικά, να μιλήσουμε για επί της ουσίας διακειμενικότητα μεταξύ τους – φαίνονται σε κάθε περίπτωση να διατηρούν μια καθ’ όλα χαλαρή, ανεπίσημη σχέση με το αρχικό υλικό απ’ το οποίο προήλθε η έμπνευση. Η χαλαρότητα αυτή ενδέχεται να οφείλεται σε πρακτικούς λόγους: το παράγωγο έργο οφείλει πρωτίστως να διατρανώσει την αυτονομία του έναντι του αρχικού. Μ’ άλλα λόγια, παρά την διακειμενικότητα και παρά το γεγονός ότι ο ένας χώρος τροφοδοτεί τον άλλο, πάντα ελλοχεύει ένας υπόρρητος οντολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των έργων – κι όχι απαραίτητα, κι εδώ είναι καμιά φορά το παράδοξο, μεταξύ των εκάστοτε δημιουργών των έργων.
Θεωρητικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο οφείλεται στ’ ότι το παράγωγο έργο νοείται ως επικουρικό προς το πρωτότυπο – σκοπός του είναι να αναδείξει ή να τονίσει ορισμένα από τα στοιχεία του δεύτερου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση της κινηματογραφικής μουσικής. Και ίσως αυτή η – ενίοτε αναγκαστική – προσήλωση στο υλικό της πηγής είναι που στερεί από το παράγωγο υλικό ένα κομμάτι, σημαντικό ή μη, της ουσίας του. Υπάρχουν φορές που ένα μουσικό έργο είναι τόσο συνυφασμένο μ’ ένα κινηματογραφικό έργο, ή ακόμη και μια μόνο κινηματογραφική σεκάνς, που είναι αδύνατο να το σκεφτούμε αποκομμένο από αυτή ∙ όπως επίσης υπάρχουν πλείστες περιπτώσεις όπου αποφαινόμαστε ότι το τάδε ή το δεινά μουσικό κομμάτι θα λειτουργούσε καλύτερα αν συνδυαζόταν, ή αν επένδυε, ένα κινηματογραφικό ή γενικότερα οπτικοακουστικό έργο – χωρίς σημείο αναφοράς μεταφρασμένο σε οπτικό ερέθισμα μοιάζει λειψό, δυσνόητο, ίσως και ανούσιο.
Ωστόσο, στην περίπτωση του Being Human Being των Erik Truffaz & Murcof, έχουμε να κάνουμε με έναν μουσικοεικαστικό ουροβόρο: οι δύο δημιουργοί εκτιμούν τη δουλειά του Enki Bilal, ενός πολύ ιδιαίτερου δημιουργού κόμικς (μια περαιτέρω δήλωση διακειμενικότητας θα αποφαινόταν ότι τα κόμικς είναι ένα καλλιτεχνικό είδος που συνδυάζει στοιχεία εικαστικών τεχνών και κινηματογράφου), συνθέτουν τον δίσκο επηρεασμένοι από τις δουλειές του Bilal, και του ζητούν να αναλάβει το εικαστικό κομμάτι της δουλειάς. Εκείνος, με τη σειρά του, βασίζει το εικαστικό κομμάτι πάνω στην ίδια τη μουσική που ακούει, αποτυπώνοντας σε σχέδια και χρώματα – με το γνωστό και απαράμιλλο στιλ του – το πνεύμα των συνθέσεων. Η μουσική τροφοδοτείται από τις εικόνες και στη συνέχεια ανατροφοδοτεί νέες εικόνες ∙ και παρ’ όλα αυτά, ο Bilal υφίσταται ανεξάρτητα από τους Truffaz & Murcof, όπως και το Being Human Being υφίσταται ανεξάρτητα του Bilal. Ίσως το υπαινισσόμενο δίδαγμα να είναι απλό: τόσο η αλληλεπίδραση, όσο και ο ανταγωνισμός (με κάθε έννοια) πρέπει να γίνεται επί ίσοις όροις. Η αντίθετη περίπτωση δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο στο καπέλωμα του ενός εκ των μερών, ασχέτως ιδέας ή καλλιτεχνικού (ή άλλου) οράματος.
Οι γνώστες και αναγνώστες του Enki Bilal ίσως διακρίνουν στο Being Human Being την μουσική αποτύπωση των ρετροφουτουριστικών και συχνά δυστοπικών σχεδίων του δημιουργού, όπως αυτά αποτυπώνονται σε δουλειές όπως ο Ύπνος του Τέρατος (στο οποίο παραπέμπει το κομμάτι “Warhole”) και η Παρτίδα Κυνηγιού, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι δεν γνωρίζουν τις δουλειές του Bilal δεν θα μπορέσουν να εκτιμήσουν την ηλεκτρονικίζουσα και άκρως ατμοσφαιρική ambient jazz των Truffaz & Murcof ως ανεξάρτητη μουσική δημιουργία. Τα εννιά κομμάτια του Being Human Being ίσως δεν ενδείκνυνται για όσους έχουν κατά νου πιο ήρεμες και υπνωτικές μουσικές συνθέσεις αναφορικά με το μουσικό αυτό ιδίωμα – το οποίο συχνά-πυκνά παραπέμπει περισσότερο σε lounge μουσικές, δηλαδή στην άκρως εμπορική εκδοχή του ambient, υποβαθμίζοντας το τζαζιστικό στοιχείο. Μολονότι το Being Human Being περιλαμβάνει αρκετά «γαλήνια» περάσματα, στο μεγαλύτερο μέρος της, η μουσική περιέχει μπόλικη ένταση και ακόμη περισσότερο θόρυβο, πάντα τοποθετημένο σε καίρια σημεία των κομματιών. Το ηλεκτρονικό σκέλος της μουσικής συνυπάρχει αρμονικά με το πιο παραδοσιακό, αυτοσχεδιαστικό σκέλος, έχοντας ως αποτέλεσμα στιγμές εξαιρετικής ομορφιάς (π.χ. “The Eye”). Αλλού (“Chaos”, “And Nina”) το ηλεκτρονικό στοιχείο είναι περισσότερο τονισμένο, και σε σημεία οι συνθέσεις είναι σχεδόν χορευτικές – ίσως, κατά συνέπεια, και πιο συναυλιακές.
Μένει να φανεί αν η αλληλοτροφοδότηση θα επεκταθεί και σε άλλα παράγωγα έργα, άλλων καλλιτεχνικών ειδών. Ίσως στον χορό. Ή σε κάτι άλλο που θα αναδεικνύει εξίσου την σωματική διάσταση της μουσικής.
ATM