Ο συγκερασμός της ελληνικής παραδοσιακής με την σύγχρονη μουσική δεν είναι σε καμία μα καμία περίπτωση νέα τάση ∙ Τουναντίον, πρόκειται για μία διαδικασία που υφίσταται από αρχής γενέσεως ελληνικής μουσικής «σχολής» και συνεχίζεται – και θα συνεχίζεται – με κάθε νέα μουσική τάση και κάθε νέο μουσικό ιδίωμα που θα κάνει την εμφάνιση του στα μείζονα ή ελάσσονα charts, είτε πρόκειται για ηλεκτρονική ή ηλεκτρονικίζουσα μουσική, ή jazz, ή rock – metal, ή ό, τι. Το έργο το έχουμε δει και θα το βλέπουμε συνεχώς να επανακάμπτει, είτε πιθηκίζοντας ιστορικές μουσικές φόρμες (λόγου χάρη, το ρεμπέτικο) αποκόπτοντας τες απ’ το ιστορικό τους συγκείμενο, και εν τέλει, μετατρέποντας τες σε σημαίνοντα κενά σημαινομένου, είτε κανιβαλίζοντας τόσο την παραδοσιακή, ιστορική φόρμα όσο και την νέα, εις τέρψιν των απανταχού εντεχνολάγνων. Και αμφότερες οι περιπτώσεις έχουν ως αφετηρία την παγιωμένη πεποίθηση ότι αυτό που καλείται παράδοση είναι κάτι το στατικό, κάτι που ανήκει σ’ ένα παρελθόν πριν την αστικοποίηση μεγάλων κομματιών πληθυσμού, και όχι κάτι που στην πραγματικότητα εξελίσσεται συνεχώς, διαρκώς μεταβαλλόμενο και με αυτό τον τρόπο, δημιουργεί νέες αντιλήψεις και οπτικές τόσο όσον αφορά την ιστορία του και την εξέλιξη του, όσο και την μελλοντική του υπόσταση.
Το γιατί προκύπτουν όλες αυτές οι – άλλοτε επιτυχημένες, άλλοτε όχι – απόπειρες συγκερασμού είναι ζήτημα που σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τον εμπειρικό μουσικολόγο ή κοινωνιολόγο – και θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο, αν βέβαια δεν έχει ήδη γραφτεί κάτι γύρω από αυτό. Ας πούμε απλά ότι πρώτον, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ελληνικό φαινόμενο, και δεύτερον, από τη στιγμή που μιλάμε για φύσει παγκοσμιοποιημένα μουσικά ιδιώματα, το να ανατρέξει κανείς στην παράδοση του τόπου είναι η πιο λογική και η πιο εύκολη επιλογή για να καταστήσει διακριτή την παρουσία του. Ίσως με αυτό τον τρόπο να μπορούσαμε να διακρίνουμε έναν υπόγειο συντηρητισμό και μία μονομέρεια όσον αφορά το τι συνιστά εθνική ταυτότητα – ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι όπως και η παράδοση, έτσι και η ταυτότητα, και δει η «εθνική», ουδέποτε ήταν κάτι το στατικό.
Το βασικό ζήτημα, ωστόσο, είναι ένα. Το τελικό προϊόν του συγκερασμού προσφέρει κάτι όσον αφορά τη μουσική δημιουργία, δηλαδή προφέρει μία νέα αντίληψη στη σύνθεση; Ο συγκερασμός είναι τέτοιος που να καθιστά ξέχωρα τα μοτίβα, ή μπορεί μέσω αυτού να προκύψει μία νέα μουσική φόρμα;
Η περίπτωση του Riza απ’ τους Villagers of Ioannina City, είναι κάπως ιδιόρρυθμη ∙ ιδιόρρυθμη επειδή αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, τη χρυσή τομή μεταξύ της νέας φόρμας και του hit. Το κλαρίνο αντικαθιστά την ηλεκτρική κιθάρα όσον αφορά τα lead μέρη, αλλά το παίξιμο και οι γραμμές του κλαρίνου παραπέμπουν ευθέως σε παραδοσιακούς ηπειρώτικους δρόμους. Το ίδιο συμβαίνει και στις φωνητικές γραμμές, ειδικά τις πολυφωνικές. Με εξαίρεση ορισμένα κομμάτια όπως το Nova, που ακολουθούν πιο κλασικά rock – alternative μοτίβα, ο κυριότερος όγκος του δίσκου κινείται σε εκσυγχρονισμένους Ηπειρώτικους δρόμους. Ας τονιστεί, όμως, ότι ο εκσυγχρονισμός, στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει ότι τα κομμάτια ακούγονται σαν διασκευές – όπως τελικά κατέληξαν να ακούγονται πάμπολλες απόπειρες συγκερασμού στο παρελθόν. Το Jiannim, λόγου χάρη, στέκεται μια χαρά ως πρωτότυπη σύνθεση της ίδιας της μπάντας, παρά τ’ ότι πατάει στον παραδοσιακό Ηπειρώτικο σκοπό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα κομμάτια που έχουν την ίδια βάση (π.χ. Chalasia, Skaros), και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου και το μεγαλύτερο επίτευγμα του Riza: Ότι παρά τις απευθείας αναφορές στην μουσική παράδοση της Ηπείρου, τα κομμάτια ΔΕΝ ακούγονται σαν διασκευές. Σ’ αυτό βοηθάει τόσο η άριστη ενορχήστρωση, όσο και η εξαιρετική παραγωγή.
Όσον αφορά το σκέλος του hit, τώρα ∙ οι ίδιοι οι Villagers of Ioannina City αυτοπροσδιορίζονται ως stoner συγκρότημα. Ο λόγος που οι ίδιοι επιλέγουν την ταμπέλα αυτή μου είναι, αυστηρώς προσωπικά μιλώντας, παντελώς ακατανόητος, εκτός κι αν ερμηνευτεί ως προσπάθεια να ενταχθούν στο ευρύτερο κύμα των stoner rock συγκροτημάτων, που είναι και η επικρατέστερη μουσική τάση τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν σαφέστατα κάποια τέτοια στοιχεία στον ήχο τους, αλλά stoner δεν τους λες σε καμία περίπτωση (έτσι κι αλλιώς, παραείναι τεχνικοί και ευφάνταστοι για το ιδίωμα, τουλάχιστον από καθαρά μουσικής άποψης). Έπειτα, για να είμαι ειλικρινής, οι επιλογές των κομματιών, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για εξαιρετικές ενορχηστρώσεις και εκτελέσεις, φαίνονται κάπως εκ του ασφαλούς: Πρόκειται, εξάλλου, για πασίγνωστα κομμάτια που έχουν εκτελεστεί με ένα κάρο διαφορετικούς τρόπους και σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. Θα ήθελα να τους ακούσω και σε άλλα, λιγότερο γνωστά, Ηπειρώτικα κομμάτια – αν δηλαδή συνεχίσουν σε αυτό το δρόμο, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα κακό αν εξακολουθήσουν να έχουν την ποιότητα και τη φαντασία που δείχνουν στο Riza. Παραμένει, όμως, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πεπερασμένο ρεπερτόριο, το οποίο θα προτιμούσα, από ένα σημείο και μετά, να τους δω να εμπλουτίζουν με αμιγώς δικές τους συνθέσεις.
Όπως και να’ χει, ακόμη και αναλογιζόμενος τα παραπάνω, δύσκολα μπορώ να μείνω δυσαρεστημένος από το Riza. Οι Villagers of Ioannina City παραδίδουν μια πολύ καλή δουλειά που σίγουρα δεν εξαντλείται σε ακούσματα πέριξ του οβελία. Άμποτε και το επόμενο να’ ναι εξίσου καλό.
ATM