Δίπλα στο κυνήγι της πρωτοποριακότητας στη μουσική πάντα θα έχουμε καλά φυλαγμένη μια θέση για μπάντες που απλά γράφουν απλές και όμορφες μελωδίες. Πάντα θα υπάρχουν οι στιγμές που θα θέλεις να σιγοτραγουδήσεις κάτι αφήνοντας όλον τον κόσμο πίσω. Οι Creepoid το καταφέρνουν αυτό με τη μουσική τους, καθώς νομίζεις πως απλά κάθονται στο σαλόνι τους και σκαρφίζονται αυθόρμητες ονειροπολήσεις. Κινούμενοι παράλληλα με την diy σκηνή της περιοχής τους και γενικότερα των Η.Π.Α. παίζουν κάτι τόσο λιτό που δύσκολα το καταχωρείς κάπου χρονικά. Με τις επιρροές να μοιάζουν με εύσημα, θυμίζουν μπάντα ξεχασμένη στο παρελθόν, με σθένος νεανιών και ραθυμία νέων δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας.
Αν είναι κάπου που κάτι ψάχνει κάπου η μπάντα πέρα από το να παίζει τα βασικά σε μετριοαργές ταχύτητες είναι η σκουριασμένη βρωμιά στις κιθάρες, διάφορα μικρά ηχητικά κόλπα και οι φωνές που δυστυχώς δεν καταμερίζονται ισόποσα ανάμεσα στον τραγουδιστή και την τραγουδίστρια της μπάντας. Ακούγοντας τες χάνεσαι μην καταλαβαίνοντας αν αυτές ακολουθούν το κάθε κομμάτι ή το οδηγούν ως το τέρμα. Ίσως να περιμέναμε κάτι πιο ριζοσπαστικό μετά το ελπιδοφόρο ντεμπούτο τους, αλλά φαίνεται πως η συνταγογράφηση σε ό,τι εθιστικό και παραισθησιογόνο έμεινε ίδια και απαράλλαχτη τα τελευταία χρόνια. Απλά ο ήχος έγινε λίγο πιο ηλεκτρικός και ίσως πιο ψυχεδελικός με την έννοια των ιδιαίτερων χρωματισμών και όχι την διάθεση πειραματισμού.
Ακόμη κι έτσι υπάρχουν κομμάτια όπως τα “Sunday”, “Yellow Wallpaper”, “Vulgar” κ.α. που, αν τα εκτελούσαν οι Black Angels και με την κατάλληλη προώθηση, θα γινόντουσαν άνετα ραδιοφωνικά σουξέ. Επίσης επιλέγουν να ξαναηχογραφήσουν το “Old Tree” που είναι μια παλαιότερη σύνθεση τους, κλείνοντας με τον καλύτερο τρόπο το νέο τους πόνημα. Κατά τα άλλα και για αυτόν τον δίσκο τους δεν χρειάζονται πολλά λόγια, καθώς από μόνη της κάθε σύνθεση του απεικονίζει εύστοχα σε διάρκεια λίγων λεπτών τον χαρακτήρα του.
Μπάμπης Κολτράνης