Όλοι, μα όλοι όμως, ψάχνουμε να βρούμε κατά την διάρκεια της εφηβείας μας, μια εικόνα για να οικειοποιηθούμε. Η μουσική φαντάζει ο ιδανικός χώρος αναζήτησης καθώς παρέχει πλήθος επιλογών. Ο γράφων λοιπόν στα εφηβικά του ντουζένια, ανάμεσα στην σοβαροφάνεια των μεταλλάδικων συγκροτημάτων, την σύγχιση των grunge/indie κλπ και την τελειομανία των μεγάλων ονομάτων, είχε αγκαλιάσει την εικόνα των MSP (βλ. αμπέχονα με συνθήματα πάνω, λάθος φωτό-προφίλ σε ξένους καθρέφτες, κονκάρδες με τον Λένιν κλπ). Αυτών των Ουαλών που μέχρι και τον δεύτερο τους δίσκο είχαν βγάλει ένα κάρο σουξέ, ένα κάρο καταστασιακά τσιτάτα για σκέψη και ένα κάρο προβοκατόρικες δηλώσεις. Και μετά ήρθε το Holy Bible (ο δίσκος με τους βαθύτερους στίχους στην τότε δεκαετία), η εξαφάνιση του στιχουργού-κιθαρίστα Richey James, η μικρή παύση, η θριαμβευτική τους επανεμφάνιση κοκ.
Πλέον όλα αυτά είναι ιστορία, της οποίας όμως το τέλος φαίνεται να αργεί ακόμη. Μπορεί στον ενδέκατο τους δίσκο να κυριαρχεί μια νομοτελειακότητα αλλά ακούγονται τόσο ζωντανοί όπως τότε. Για άλλη μια φορά αποδεικνύουν την δυνατότητα τους να βγάζουν έναν δίσκο διαφορετικό από κάθε προηγούμενο τους, πιστού δείγματος αυτού ακριβώς που έχουν στον μουσικό τους εγκέφαλο. Η έκπληξη δεν έρχεται μόνο για τους ακροατές αυτού του σχεδόν ακουστικού δίσκου, αλλά πρωτίστως στους ίδιους τους Manics που αντίκρυζαν στο στούντιο τους πνευστά, έγχορδα και ακουστικές κιθάρες, αναλογιζόμενοι αρχικά τί θα βγάλουν. Καταφέρνουν όμως και βγάζουν έναν νοσταλγικό δίσκο, χαμηλότονο αλλά συνάμα έντονο, ο οποίος ενώ δεν διαθέτει καμία κοιλιά, ξεκινά με ιδανικό τρόπο και κλείνει εξίσου αριστοτεχνικά.
Αν και τα πρώτα singles του δίσκου (το ομώνυμο και κυρίως το “Show Me The Wonder”, με τον τίτλο να παραπέμπει στον εισαγωγικό στίχο του παλαιότερου “Found That Soul”) διαθέτουν μια ηλιοφάνεια η οποία δεν γίνεται αντιληπτή αμέσως, παρ’ότι όντας pop (κλασικό τρικ της μπάντας), ο δίσκος βγάζει μια εσωτερικότητα, χωρίς όμως να ρέπει στην υποτονικότητα. Μπορεί να ειπωθεί πως διαθέτει μάλιστα στην φαρέτρα του πολλές εκπλήξεις όπως η διακριτική τεχνικότητα του, το ακουστικό ξεκίνημα του, οι σημαντικές συμμετοχές φωνών άλλων καλλιτεχνών, το απίστευτο ορχηστρικό “Manorbier” κ.α.. Ακόμη κι αν κάτι ακούγεται λίγο πιο pop από ότι θα περίμενε κανείς από την μπάντα, στο τέλος αυτό το σιγοτραγουδάς ασυνείδητα. Και έρχεται στο τέλος το δηκτικό ” 30 Year War” να απαντήσει σε όλα εκείνα τα σχήματα που δεν έχουν άποψη για τίποτα.
Το να συγκρίνεις ετούτο εδώ τον δίσκο με προηγούμενα αριστουργήματα της μπάντας φαντάζει αδόκιμο. Όπως επίσης δεν μπορεί να συγκριθεί αυτό το συναίσθημα όταν κάτι από το παρελθόν σου, το ξαναερωτεύεσαι με νέο τρόπο. Όχι σαν σημάδι στασιμότητας ή πισωγυρίσματος, αλλά ως ανακάλυψη νέων αναζωογοννητικών στοιχείων σε αυτό. Ο πιο ηλεκτρικός δίσκος της μπάντας που έπεται τον επόμενο χρόνο, φαντάζει να είναι ακριβώς στο προαναφερθέν μήκος κύματος, εξού και ο τίτλος Futurology!
Μπάμπης Κολτράνης