Ένα αόρατο “πώς” απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, όλοι τους ανεξαιρέτως. Έβλεπαν τα χαρακτηριστικά τους ελαφρώς αλλαγμένα αλλά όχι ακόμη γερασμένα. Θυμήθηκαν τη βροχή που δεν τους πτόησε ποτέ, τις μέρες που μοιράστηκαν στο φως, τη βραδιά στην Νέα Υόρκη, τις παύσεις, τα τρία αποσιωπητικά. Πώς θα συνέχιζαν κρατώντας όλα αυτά ζωντανά και όχι αναμνήσεις; Τι θα γινόταν αν έπιαναν το νήμα από την αρχή; Θα το άντεχαν;
Η σιωπή βούλιαξε το δωμάτιο όπως συμβαίνει πάντα. Δεν χρειάστηκε όμως τίποτα άλλο παρά τα ίδια τα βλέμματα να βάλουν τα πράγματα σε κίνηση. Μια ιδέα οδήγησε στην επόμενη. Μια νότα διαδέχτηκε την άλλη. Στο τέλος δεν τους ένοιαζε τίποτα πια εκεί έξω. Αν και ήξεραν πως θα τους πάρει χρόνο, ήταν σίγουροι πως πήραν τον σωστό δρόμο.
Μπάμπης Κολτράνης