Σκέτος καφές (The Man Who Died In His Boat)

Κάτι άγνωστο συμβαίνει εντός μου και πριν το καταλάβω ανοίγω τα μάτια. Το φως έξω αμυδρό και μετά από κάθε ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων η φωτεινότητα μεγαλώνει. Αργά όλα αποκαθίστανται στην τάξη, τα χρώματα, οι κινήσεις, όχι όμως και οι σκέψεις. Αυτές περιμένουν τον σκέτο καφέ. Σηκώνομαι και στέκομαι μπροστά σε μια μηχανή που μπορώ να την υποκαταστήσω με ποτήρια και πετσέτες, αλλά δεν μπορώ να την ανταγωνιστώ σε ταχύτητα και εξυπνάδα. Τον χειμώνα μέτρια η δοσολογία στον καφέ, το καλοκαίρι λίγο πιο βαρύς με ένα παγάκι μέσα, ποτέ ζάχαρη, ποτέ γάλα. Τα σήματα καπνού πάνω από το μηχάνημα κόπασαν και γεμίζω το ποτήρι προσεκτικά. Με την πρώτη γουλιά το μυαλό μαρσάρει και κάτι σαν έμπνευση μου χτυπά την πόρτα, δεν ανοίγει όμως κανείς και αυτή τα μαζεύει και φεύγει.

Με μια χριστουγεννιάτικη ή βερολινέζικη κούπα στο χέρι μεταβαίνω στο γραφείο με τη χαρτούρα για ντεκόρ περιπέτειας. Πατάω το on χωρίς να το βλέπω και η οθόνη από μαύρη, γίνεται μπλε και μετά πολύχρωμη. Τσεκάρω το κινητό μην τυχόν η ώρα πέρασε. Η ίδια ώρα φαίνεται στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης, όλα σε τάξη λοιπόν για αρχή. Ανοίγω την πρώτη σελίδα όπως το παράθυρο της κουζίνας, που πάντα δείχνει σπίτια σχεδόν ακατοίκητα και περαστικούς σχεδόν περίεργους που με κοιτάνε αδιάφορα. Στα mail όλα υπό έλεγχο, ο αριθμός τους δεν αυξάνεται με απειλητικό ρυθμό. Στο fb άπειρες ειδοποιήσεις για να χαθώ καθώς έχω ξεχάσει που είχα μείνει χτες. Μηνύματα λίγα, αλλά επίμονα. Το πρώτο «καλημέρα» γυαλίζει μπροστά μου, ααα, το έγραψα εγώ πρώτος. Μην ξεχάσω να στείλω για την ομάδα, να ρωτήσω τι συνέβη εκεί που δεν πήγα, να δηλώσω ενδιαφέρον για μια εκδήλωση που δεν θα πάω, να σαπορτάρω μια μουσική που δεν έχω ακούσει, να πατήσω like σε ένα κομμάτι που δεν θα ακούσω, να μιλήσω με ένα άτομο που ποτέ δεν θα γνωρίσω… πιθανόν.

Η ώρα περνά, ο καφές λιγοστεύει ευτυχώς πιο αργά από αυτήν και ανοίγω το στερεοφωνικό που είναι συνδεδεμένο με το pc για να δω τι μου έχουν στείλει από μουσικές. Καλό-εντάξει-αδιάφορο-γιατί μου το έστειλαν, σε μόλις λίγα δευτερόλεπτα βγαίνει η βαρύνουσα απόφαση. Πάμε παρακάτω! Φάκελοι στον (πολύ) σκληρό, γαμώτο, πού είναι το άλλο που ψάχνω; Αυτό γιατί υπάρχει δυο φορές; «Όταν σβήνεις κάτι αυτό μπορεί να χάνεται, αλλά ο χώρος που είχε καταλάβει δεν αδειάζει», τι το ήθελες, φίλε μηχανικέ, με τη φιλοσοφική σου ρήση, πιο πολύ με μπέρδεψες, παρά με βοήθησες. Επιλέγω κάτι ήπιο, πρωί είναι. Αν ξεκινήσουμε με τα άγρια, το μεσημέρι θα έχουμε απογειωθεί. Πατάω «αναπαραγωγή» αν και δεν προβλέπονται γεννητούρια. Ο καθαρός ήχος γεμίζει το δωμάτιο. Επιστροφή στις συνομιλίες, στις ειδήσεις, σε κάποιο κείμενο που τις αναιρεί, στα βίντεο με ζωάκια, στα αστεία δημοτικού, στις διαφημίσεις παντού, από πάνω , από κάτω, από δίπλα. Ο σύντομος δίσκος που δεν ήταν δίσκος τελείωσε. Τι μου έμεινε από δαύτον; Για να τον αφήσω να παίξει ολόκληρος κάτι θα έλεγε, αλλά αυτό είναι το θέμα; Τι γίνεται με την πεμπτουσία της μουσικής, το βίωμα, το συναίσθημα, τη συγκίνηση. Η προσήλωσή μου έχει εξασθενήσει με τόσα μπροστά μου, ο ήχος του υπολογιστή με προστάζει να τον ταΐζω συνέχεια εντολές με το πληκτρολόγιο και το ποντίκι (και δεν έχω πλέον γατί στο σπίτι). Δηλαδή πριν την ύπαρξή του ακούγαμε με τον καφέ βινύλια; Αυτά τα σκονισμένα αντικείμενα του πόθου που όσο δεν τα παίζεις μαραζώνουν; Προσωπική μου θεωρία αυτή, που την έβγαλα όταν είδα έναν δίσκο μου ελληνικής παραγωγής να βγάζει κάτι μικρά εξογκώματα, του είχα υποσχεθεί να τον παίζω πιο συχνά και μπορεί να μην ανάρρωσε ποτέ, αλλά οι κακοήθεις όγκοι σταμάτησαν να επεκτείνονται. Άλλος ένας διάλογος κατ’ ιδίαν με τη μουσική που είχε happy end, γιατί με αυτή στο τέλος οι καλοί νικούν, ο πλανήτης σώζεται, η πίτα είναι ολόκληρη και ο σκύλος (που δεν είχα ποτέ) είναι πάντα χορτάτος.

grouper.coffee

Με μια αποφασιστική κίνηση νοκ-άουτ τα κλείνω όλα και ανοίγω το πικάπ. Διαλέγω το The Man Who Died In His Boat της Grouper. Κάπου είχα διαβάσει ότι πολύς κόσμος προτιμά τη μουσική της για νανούρισμα, αλλά εμένα καμία μουσική δεν με νανουρίζει, καθώς τρυπά στα εγκεφαλικά κύτταρα μαλώνοντας πάντα με τον Μορφέα για το ποιος θα επιβληθεί πάνω σε αυτά. Οι ήχοι της με βάζουν στον καναπέ να κοιτάζω το εξώφυλλο που η ίδια έχει σχεδιάσει και να κάνω ότι διαβάζω τους στίχους της που δεν υπάρχουν σε κανένα εσώφυλλο. Σκέφτομαι τα πρωινά που τον πρωτάκουσα στους -15 βαθμούς Κελσίου στον Βορρά, σε ένα βαγόνι και το πώς αυτή η αίσθηση του τότε δένει με το άσχετο τώρα. Το τότε το αγκαλιάζει, ερωτοτροπεί μαζί του και στο τέλος τα δυο τους αφού έχουν χαλαρώσει αποχωρίζονται για να τραβήξει το καθένα τον δρόμο του. Είναι η στιγμή που ο δίσκος τελειώνει, μαζί και ο καφές και έρχεται η ώρα που μου λέει ο ήλιος να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Ευτυχώς αυτήν τη φορά θα έχω να ακούω κάτι στον εγκέφαλο μου όλη τη μέρα!

 

Μπάμπης Κολτράνης

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.