Αν υπάρχει μια εποχή που κολλά σε αυτήν το υποκοριστικό “-άκι”, αυτή είναι το καλοκαίρι. Έχουμε, λοιπόν, το καλοκαιράκι, όπου εντός του συναντάμε το μπανάκι, το μπιράκι, το νησάκι, το μπαλάκι, το τσιπουράκι, το κρασάκι, το μπουζουκάκι, το σφηνάκι, το καμάκι, το βραδάκι και πάει λέγοντας. Όλα μικραίνουν για να έρθουν στα μέτρα μιας εποχής που, όσο σε τρώει, άλλο τόσο σε κάνει να τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Για να την παλέψεις, λοιπόν, υπάρχει και το λαϊβάκι σε μέρη που άλλες εποχές δεν πατάει ψυχή και κάπως έτσι έχουμε φτάσει να έχουμε τις περιοδείες του θέρους, που σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική εκδήλωση της εν λόγω περιόδου μαζεύουν με διαφορά τον περισσότερο κόσμο.
Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά εδώ και χρόνια οι Σ. Μάλαμας και Θ. Παπακωνσταντίνου, μιας και ο πρώτος σε αυτές ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα δίπλα στον Παπάζογλου ως ο βασικός του κιθαρίστας στις συναυλίες του και ο δεύτερος λόγω αυτών των θερινών εμφανίσεων με την μπάντα που στηρίχτηκε στον Μπάμπη Παπαδόπουλο έκανε τη μεγάλη επιτυχία. Από τότε, βέβαια, έχουν περάσει πολλά χρόνια και οι εποχές έχουν αλλάξει, κάνοντας τις παλιές τους καλές δημιουργικά ημέρες να τους κοιτάνε από μια απόσταση μιας-δυο δεκαετιών! Παρ’ όλ’ αυτά, η αποδοχή που τυγχάνουν είναι τέτοια που στην πρώτη εμφάνιση της τουρνέ τους σημειώθηκε ένας πάταγος που έκαναν είκοσι χιλιάδες άτομα στην πλατεία Νερού! Νούμερο αδιανόητο για άλλο όνομα ξένο ή μη που έδωσε ποτέ στο συγκεκριμένο μέρος συναυλία. Το γιατί συνέβη αυτό δεν θα προσπαθήσω να το απαντήσω και εδώ, οπότε θα μείνω μόνο στη διαπίστωση ότι η επιτυχία και αυτών των εμφανίσεων των δυο τους δεν είναι μόνο ένα δείγμα της ευρείας αποδοχής τους, αλλά και ότι οι ίδιες οι εμφανίσεις τους είναι ένα μεγάλο μέρος της απόδειξης γιατί συμβαίνει όλο αυτό.
Η αφορμή, βεβαίως, δόθηκε με τη φετινή δισκογραφική συνεργασία τους, που μάλλον πέρασε στα αζήτητα, όπως κάθε άλμπουμ του ημεδαπού καταλόγου που βγαίνει εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό ορθώς δεν έμεινε απαρατήρητο από το ντουέτο, με αποτέλεσμα να διανθιστεί το τετράωρο massive πρόγραμμά τους με μόνο δύο τραγούδια από το Με Στόμα Που Γελά. Κάπου εδώ, οι γνώστ@ς του αντικειμένου, δηλαδή ο κόσμος που δεν είναι τόσο φανατικός του ξένου ρεπερτορίου για να τους βλέπει αφ’ υψηλού, θα νιώσουν ότι πάνω κάτω ξέρουν πώς θα συνεχίσει το δύσμοιρο αυτό κείμενο. Δεν είναι μόνο οι φορές που πιθανόν να τους έχουν δει κατά μόνας, αλλά είναι τέτοια η συχνότητα των φετινών τους εμφανίσεων που δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχουν τρακάρει πάνω τους κάπου. Προσωπικά, για καλή μου τύχη τους είδα στο Ναύπλιο και στην Κω, οπότε μπορώ να πω ότι ποτέ καμία συναυλία δεν είναι ακριβώς η ίδια με άλλη της ίδιας περιοδείας και ταυτόχρονα ποτέ δεν είναι μεταξύ τους αυτές οι εμφανίσεις τόσο διαφορετικές!
Στο Ναύπλιο, λοιπόν, είχαμε έναν κακό χαμό από κόσμο στο πλαίσιο μάλιστα ενός φεστιβάλ (βλ. Λελέκιος Φιέστα) από αυτά τα ωραία τα ελληνικά που συνδυάζουν άσχετα ονόματα μεταξύ τους, αποκλειστικά ημεδαπά χάριν της εμπορικής κυρίως επιτυχίας. Κάπως έτσι φτάσαμε να έχουμε έναν τιγκαρισμένο χώρο έξω από την πόλη, με τους Social Waste να ανοίγουν το διήμερο φεστιβάλ και τη βραδιά. Σέβομαι τα μηνύματα που περνάνε και καταλαβαίνω την απήχηση που έχουν, αλλά ως μουσική πρόταση μου φάνηκαν μια μίξη τάσεων που εκ των προτέρων ξέρουν ότι θα έχουν επιτυχία, λίγο ραπ, λίγο παραδοσιακά όργανα, λίγο ροκ, κάτι που συνέβαινε και με τους στίχους τους, όπου νόμιζες ότι διάβαζες ανθολόγιο τσιτάτων αριστερής ιδεολογίας. Κοινώς, το αποτέλεσμα μου φάνηκε ότι μπορεί και να ταίριαζε στη βραδιά, αλλά ο ξύλινος λόγος τους και η προκάτ “μάγκικη” μουσική τους δεν μου άφησε μια θετική γεύση.
Στον περισσότερο κόσμο άρεσαν, και μου φαίνεται ότι ήταν τέτοιο το κλίμα και η –τολμώ να πω– ομοιομορφία του κοινού που το έργο του “ντουέτου” στο καπάκι δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο. Όπως και συνέβη, γιατί παρ’ όλα τα συνεχόμενα live η εμφάνισή τους ήταν μεγαλοπρεπέστατη. Αυτό βασίστηκε κυρίως στον Μάλαμα, καθώς από την μια είχαμε τη δική του μπάντα που απλώς πλαισιώθηκε από δύο μουσικούς της μπάντας του Παπακωνσταντίνου, δουλεύοντας ένα σχήμα αποκλειστικά για την εν λόγω τουρνέ, από την άλλη ήταν τέτοια η απόδοσή του και η όρεξη που τον διακατείχε, που ήμουν έτοιμος να πάω στο μπαρ και να ζητήσω να πιω αυτό που έπινε ο ίδιος, ό,τι και να ήταν αυτό! Πραγματικά, ο Μάλαμας είναι ο κλασικός τραγουδοποιός που γράφει με έναν σταθερό τρόπο, κρατώντας ένα καλό επίπεδο και την ίδια στιγμή είναι ένας ερμηνευτής με όλη τη σημασία της έννοιας. Μπορεί ακόμη να τον προτιμώ σε κλειστούς χώρους, χειμώνα, με μια κιθάρα μόνο του, θεωρητικά μιλώντας, αλλά μετά τη συγκεκριμένα βραδιά ομολογώ ότι στέκεται πανάξια και με φουλ μπάντα μπροστά σε χιλιάδες κόσμου φτιάχνοντας ένα εορταστικό κλίμα.
Αυτό το κλίμα είναι που σίγουρα είχε στην καρδιά και στο μυαλό του ο Θ. Παπακωνσταντίνου, και, αφού είναι ο ιθύνων νους πίσω από τουλάχιστον τα μισά κομμάτια του σετ, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε την επιτυχία της βραδιάς. Δεν είναι ο ερμηνευτής που θα μαγέψει τα πλήθη, ούτε κατά διάνοια, ούτε όλα του τα κομμάτια παραμένουν αναλλοίωτα ως αξία στο πέρασμα του χρόνου, αλλά είναι τόσο πλούσιος ο κατάλογος των πολύ καλών τραγουδιών του που για τέτοιου είδους βραδιά το να τύχει να τον δεις ζωντανά είναι μια εξαίσια επιλογή. Ακόμη κι αν η ερμηνεύτρια που είχε και για τα δικά του κομμάτια στην τουρνέ δεν έχει κατακτήσει ένα προσωπικό της στιλ, η Ιουλία Καραπατάκη, της οποίας μια-δυο ερμηνείες μπορούν να κριθούν ως ατυχείς, ακόμη κι αν ορισμένες αλλαγές πάνω σε κλασικές του συνθέσεις μπορεί και να ακούστηκαν ζωντανά κάπως τραβηγμένες, εντούτοις μέσα στο ανακάτεμα των τραγουδιών των δύο δημιουργών καταλάβαινες ποιανού είναι το κάθε κομμάτι χωρίς κάποια πλευρά να υπολείπεται ποιοτικά από την άλλη.
Τα ίδια περίπου συνέβησαν και στην Κω ως προς το όλο κλίμα πανηγυριού. Απλώς, τα καπνογόνα έσκασαν άσχετες στιγμές, ο κόσμος ήταν πιο ήρεμος σε σχέση με τις μίνι καφρίλες που συνέβησαν μεταξύ οπαδών στο Ναύπλιο (!), υπήρξαν κάποιες ελάχιστες αλλαγές στο πρόγραμμα, ήταν μόνοι τους και λίγο πιο κουρασμένοι λόγω του εξοντωτικού προγράμματός τους ανά την Ελλάδα. Βλέποντάς τους δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είχα την ευκαιρία να τους προσέξω περισσότερο και να ευχαριστηθώ τη μουσική τους. Αυτό ήταν απόρροια της μπάντας, που δεν είχε μόνο σκοπό να διασκεδάσει τα πλήθη (και για την Κω το πλήθος ήταν πολύ μεγάλο), αλλά να το ευχαριστηθεί κιόλας, απόδειξη ότι τη βραδιά εκείνη ήταν πιο δεμένη από την προαναφερόμενη.
Οι συγκρίσεις με το μακρινό παρελθόν σε τέτοιες περιπτώσεις δεν οδηγούν πουθενά. Τα δύο αυτά ονόματα παραμένουν αυτό που είναι, ένα πηγάδι όπου αραιά ή μη βγάζεις απ’ αυτό κομμάτια που θυμίζουν κάτι από το δικό σου παρελθόν, και μια ακατάπαυστη πηγή που ρέει η μουσική, παρασύροντάς σε στις ορέξεις της. Κάτι σαν το καλοκαίρι!
Μπάμπης Κολτράνης