Πολύς κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ότι ένα δημιούργημα δεν είναι αποκομμένο από τον δημιουργό του, στον βαθμό τουλάχιστον που κάποιος καλείται να εμβαθύνει σε αυτό. Για τον κριτικό αποτελεί ευθύνη και πρόκληση να αναδείξει ακριβώς αυτήν τη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος. Σε μια εποχή όπου το στιλ έχει αναλάβει τα ηνία και το υπόβαθρο του δημιουργού δεν έχει τόση σημασία, είναι σημαντικό να έρχεται κανείς σε επαφή με καλλιτέχνες που κουβαλούν μια κάποια προσωπική ιστορία και την αποτυπώνουν στο δημιούργημά τους. Πιο συγκεκριμένα, το να σας παρουσιάσω τους Gleewood ως μια μία rock/blues/folk μπάντα λέει μια αλήθεια, αν σας πω όμως τον τρόπο με τον οποίο ζουν τα μέλη τους, θα προσδώσει πιθανόν άλλη διάσταση στο δημιούργημά τους. Αυτή, λοιπόν, είναι η παρουσίαση ενός ταξιδιού.
O Jhett και η Callie Sioux Chiavone, μετά από μια περίοδο στη Χαβάη, γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στην πατρίδα τους, το Νέο Μεξικό. Μπάσο εκείνη, κιθάρα εκείνος, καλοί τραγουδιστές και οι δύο, ξεκίνησαν να γράφουν τα τραγούδια τους έχοντας στο μυαλό τους τη μεγάλη μουσική παράδοση της αμερικανικής Δύσης: την country, τα blues, τα ψυχεδελικά ’60s, τη folk, έως και το προοδευτικό rock. Αντί όμως να επιλέξουν να νοικοκυρευτούν και να τακτοποιηθούν, ο Jhett και η Sioux πήραν τα όργανά τους στην πλάτη και ξεκίνησαν για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Πολύ καιρό τώρα, ταξιδεύουν από χώρα σε χώρα παίζοντας τη μουσική τους όπου υπάρχουν άνθρωποι για να ακούσουν: στους δρόμους, σε πλατείες, σε υπόγες, σε μπαρ και σε ταράτσες, είναι εκεί και παίζουν, ζώντας μια ζωή χωρίς προδιαγεγραμμένο αύριο. Κάπως έτσι τους γνώρισα κι εγώ, εδώ στη δυτική Ευρώπη, στο πέρασμά τους από τη μικρή μας πόλη. Τους είδα να παίζουν στον δρόμο πολλές φορές και, είτε με ήλιο είτε με βροχή, οι bluesy ιστορίες που τραγουδάνε ακούγονται πάντα ίδιες, ανέμελες και χαμογελαστές. Αυτό είναι το Sweet, sweet time: ένα αποτύπωμα, μια Polaroid, ένα μικρό ημερολόγιο δυο αγαπημένων ανθρώπων, που είναι πάντα έτοιμοι να σου μιλήσουν για τον καυτό ήλιο και τα ωραία βουνά της πατρίδας τους, τους χαμογελαστούς ανθρώπους, τον Θεό, την καλή μουσική.
Αν λάβεις υπόψιν το παραπάνω ταξίδι, το άλμπουμ τους δεν θα μπορούσε να αιχμαλωτίσει το μέγεθος του Ταξιδιού στο σύνολό του. Στην ταυτότητα του Sweet, sweet time, όμως, η θεμελιώδης ανάγκη για καλό storytelling αναγράφεται ως θρήσκευμα. Western ιστορίες για τον έρωτα και την ελευθερία, για παρανόμους και για φαρδείς δρόμους. Καθώς ο δίσκος ξεκινάει, τα blues κάνουν κουμάντο περισσότερο, με τη βαθύτατη, άγρια φωνή του Jhett να θυμίζει συχνά πυκνά εκείνον τον ανεπανάληπτο κι αδικοχαμένο John Campbell, ενώ η Sioux, ως μελωδικότερη, συχνά κρατάει τα μπόσικα. Η απλή, back to basics παραγωγή διατηρεί έναν live αέρα στα τραγούδια, ενώ αισθητός σε έναν βαθμό είναι και ο αυτοσχεδιασμός, η τζαμαριστή διάθεση, που δεν θα ήταν σωστό να εκλείπει από ιδέες που δοκιμάζονται στον δρόμο. Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που μπορεί να σπρώξει ένα μετρημένο ατμοσφαιρικό τραγούδι σαν το “Whiskey Sue” σε μία τηρουμένων των αναλογιών σχεδόν heavy έκρηξη. Γενικά μιλώντας, το πράγμα είναι ιδιαίτερα απλό. Αν σου αρέσει το αμερικανικό ύφος τραγουδοποιίας και τα προαναφερθέντα στιλ, το Sweet, sweet time θα σε καλύψει και με το παραπάνω, έχοντας πολλές όμορφες στιγμές να δώσει: το επικό folk “Pray for the son”, το υπερδυναμικό “Shades”, το μανιφέστο του ομώνυμου. Ακόμα και οι διασκευές που συμπεριλαμβάνονται, αν και προφανείς επιλογές, έχουν κάτι να δώσουν — ειδικά στο “House of the rising sun” τα slide της κιθάρας και το lead βιολί χαρίζουν μια τρομερή εκδοχή αυτού του χιλιοπαιγμένου κλασικού. Καθώς το άλμπουμ ρέει, οι blues χρωματισμοί υποχωρούν, δίνοντας περισσότερο χώρο στη folk rock πλευρά της μουσικής τους, στην πιο ευαίσθητη και βιωματική σύνθεση.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε αρχικά πριν από 1,5 χρόνο (αν δεν κάνω λάθος ως αυτοχρηματοδοτούμενη κυκλοφορία), η ύπαρξή του όμως επισημοποιείται στις 28 Σεπτεμβρίου, οπότε και κυκλοφορεί παγκόσμια μέσω της Γαλλικής M & O Music, με την προσθήκη δύο ακόμα track σε σχέση με την πρώτη έκδοση. Εξ αυτών, το “Turquoise eyes-Desert skies” αποτελεί με διαφορά την πιο ψυχεδελική στιγμή του άλμπουμ, διευρύνοντας κι άλλο τις υποσχέσεις για το μέλλον. Το γεγονός ότι η μπάντα μάς εμπιστεύτηκε με την πρώτη παγκόσμια κριτική του Sweet, sweet time μάς τιμά ιδιαίτερα, διότι, άθελά τους, με αυτόν τον τρόπο ο Jhett και η Sioux μάς έκαναν κι εμάς κομμάτι αυτού του Ταξιδιού.
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία των Gleewood και του Sweet, Sweet Time. Αν πάρουμε λίγο χρόνο να το σκεφτούμε καλύτερα, στο τέλος μόνο αυτό θα έχει μείνει από όλες τις μουσικές που κάποτε αγαπήσαμε: οι ιστορίες που τις ακολουθούν, ιστορίες δικές μας ή των άλλων. Στο τέλος ίσως μείνει κάτι πιο ανθρώπινο από τα μεγάλα φώτα, τον θρίαμβο, τη δόξα ή την αποτυχία, το χρήμα και τους διάττοντες αστέρες. Είναι παρήγορο να ξέρει κανείς ότι οι Gleewood, και οι κάθε Gleewood, είναι ακόμα εκεί έξω, ταξιδεύοντας, πάντα με τα όργανα στην πλάτη. Ίσως σήμερα κιόλας να παίζουν κάπου στην πόλη σου, όπου κι αν ζεις. Μη κλείνεις ποτέ τα αυτιά στις μουσικές του δρόμου, διότι αυτή είναι η πραγματική πατρίδα όλων των πραγμάτων. Κι αν τους πετύχεις, άρπαξε μια μπίρα κι άνοιξέ τους την κουβέντα.
A lot of people don’t seem to realise that every sort of creation isn’t separated from its creator, at least to the degree that one wants to comprehend and analyse its code and it’s the critic’s job to bring out this hidden connection. In a time that style seems to be the only thing that matters and the creator’s background is of low importance, it is an artist’s key strength to carry a personal story, imprinting it to the creation. In this case, if I was to present Gleewood as a blues/rock/folk act, I would only reveal one small fragment of the truth, but if I give you some details about the way they choose to live, you may realise new depths and dimensions of their music. So this is actually the presentation of a big journey.
After some time in Hawaii, Jhett and Callie Sioux Chiavone met each other, fell in love and got married back in their home, New Mexico, US. With her playing the bass, him playing the guitar and both of them having beautiful voices, they started composing their songs with their minds and fingers focused on their country’s wide musical tradition: folk, blues, country, rock n roll, the psychedelic ’60s, progressive rock. And then, instead of choosing to settle down and live a typical life, they decided to embark on a journey without any obvious destination, carrying only their instruments on their backs. For a while now, they have been travelling from country to country playing their music wherever there are people willing to listen. No matter if it is on the streets, at squares, basements, bars or venues, they play their music as they go on living their lives of no concrete tomorrows. So, this is how I met them myself, while they were travelling through our small city, here in Western Europe. I’ve seen them many times playing on the streets under the sun or under the rain and their bluesy tales always sounded reckless and happy. This is the quintessence of Sweet, sweet time: it is a fingerprint, a Polaroid, a true diary of two loving humans that are always ready to speak about the hot sun and the beautiful mountains of their home, about good people, God and great music.
With all the above in mind, this album would be impossible to capture the experience of this journey in its entirety. Nevertheless, good old fashioned storytelling seems to be Sweet, sweet time’s most fundamental essence built upon western tales of love and freedom, of outlaws and ever winding roads. As the album kicks off, its blues roots seem to be in charge, with Jhett’s deep and wild voice reminding at moments the extraordinary and sadly long gone John Campbell, while Callie Sioux keeps a balance with her melodic timbre. The simple and back to basics production secures a sound of live intimacy while an improvisational and jamming mood is always present, as it should be in tunes born on the road. This is precisely the element that can lead a balanced atmospheric composition like “Whiskey Sue” to a relatively heavy outburst. Things are basically simple: if you like the classic American genres mentioned above, Sweet, Sweet Time will be a delight to your ears, having its own precious moments: the folky epicness of “Pray for the son”, the hyperdynamic “Shades”, the title track’s life manifesto. Even the covers, despite being obvious choices, have something special to give — especially the slide guitars and the fiddle leads of “House of the rising sun” offer a great version of this all-time classic. As the album flows, the blues tones gradually abate leaving more space for folk/rock moods and sensitive compositions.
The album was initially released 1,5 year ago (as a self-release if I’m not mistaken) but on the 28th of September it will meet its official worldwide release through M&O Music, with 2 more tracks added — with “Turquoise eyes-Desert skies” being the album’s most psych moment, a song that widens their sound and our future expectations even more. The fact that Gleewood have trusted us to write the first review for this honours us deeply because, without them even knowing it, Jhett and Callie Sioux have made us a part of their big journey.
This is in short the story of Gleewood and of Sweet, sweet time. If we take some seconds to think about it, in the end this is the only thing that will be left from any music we once loved: the stories that surround them, stories of others or of our own. In the end, something more human may remain, more real than the bright lights, the triumphs, the fame or the failures, money and shooting stars. It’s comforting to know that Gleewood and all the other “Gleewoods” of this world are still out there, travelling, always carrying their instruments on their backs. Tonight they may be playing in your town, wherever this may be. Don’t shut your ears to the music on the streets, for the streets are the true home of all things. If you see them tonight, grab a beer and open a conversation with them!
Antonis Kalamoutsos