Ο πολυοργανίστας, πολυθεσίτης (Kayo Dot, Maudlin Of The Well, Bloodmist κ.α.), και γενικά πολυπράγμων Toby Driver έφτασε αισίως στον τέταρτο προσωπικό του δίσκο, ονόματι Madonnawhore, αποτελούμενο από έξι αργόσυρτες, σκοτεινές ατμοσφαιρικές, και μυστηριακές συνθέσεις, στις οποίες δεσπόζουν τα κιθαριστικά μοτίβα και η χαρακτηριστική ελεγειακή και μελοδραματική φωνή του Toby Driver.
Ο υποφαινόμενος αμφιταλαντεύεται για το εάν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το Madonnawhore ως «πειραματικό» δίσκο – υπάρχει σαφέστατα μια τέτοια διάθεση, όπως υπάρχει και μια εναλλακτική συνθετική αντίληψη της pop/rock μπαλάντας (ή κάτι σαν μπαλάντα, τέλος πάντων). Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, οι συνθέσεις είναι (έως πολύ) αργές και ιδιαίτερα μελωδικές, που θυμίζουν σε σημεία την τρίτη περίοδο των Pink Floyd, τους Radiohead στα πολύ λυρικά τους, την electropop των ‘80’s, ή ακόμη και – τολμώ να πω – τους Madrugada.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο η πειραματικότητα, όσο και ο λυρισμός του Madonnawhore δυστυχώς υποβαθμίζονται από δύο μειονεκτήματα των συνθέσεων, που το ένα είναι αλληλένδετο με το άλλο καθ’ όλη την διάρκεια του δίσκου. Αφενός, το γεγονός ότι τα συνθετικά μοτίβα και οι ρυθμοί είναι σχεδόν πανομοιότυπα σ’ ολόκληρο το Madonnawhore, σε σημείο που αν δεν παρατηρείς την αλλαγή, νομίζεις ότι ακούς ένα ενιαίο κομμάτι απ’ την αρχή ως το τέλος, και αφετέρου, η ομοιομορφία αυτή επιδεινώνεται περαιτέρω απ’ την ρυθμική βραδύτητα των κομματιών – που αποδεικνύει, και σε αυτή την περίσταση, ότι το ζητούμενο μπορεί μεν να είναι τα κομμάτια να είναι υπνωτικά, αλλά αυτό δεν πραγματώνεται πάντοτε με την καλή έννοια.
Θα επισημάνω, σε πρώτη φάση, ότι μια απόπειρα κριτικής του Madonnawhore γίνεται εύκολη υπόθεση εάν εστιάσουμε στην εν γένει αντισυμβατικότητα του Toby Driver (όποια κι αν μπορεί να είναι η σημασία της λέξης αυτής για τους συνειδητοποιημένους μουσικόφιλους του 21ου αιώνα), όπως αυτή έχει αποτυπωθεί από την μέχρι τώρα μουσική πορεία του καλλιτέχνη. Στο ίδιο μοτίβο, η κριτική μπορεί σε δεύτερη φάση να εστιάσει ακριβώς σ’ αυτή την μουσική πορεία – λες και είναι αδιανόητο ακόμη και οι πιο επιτυχημένες συνολικά καλλιτεχνικές διαδρομές να περιλαμβάνουν λακκούβες.
Όλα αυτά είναι υπεκφυγές. Το Madonnawhore δεν είναι από τους δίσκους που θα τους χαρακτηρίζαμε με απαξίωση ως λακκούβες – έχει τουλάχιστον δύο κομμάτια (“The Deepest Hole” και “Craven’s Dawn”) που είναι εξαιρετικά, ή που τουλάχιστον αναδεικνύονται σε σχέση με τα υπόλοιπα από την εξάδα του δίσκου. Μπορούμε να θεωρήσουμε το Madonnawhore απλώς ως μια μεμονωμένη, αυτόνομη κι αυτούσια οντότητα που σε κάποια σημεία αποδίδει, και σε άλλα όχι. Ακόμη κι οι πιο αξιόλογοι καλλιτέχνες, εξάλλου, έχουν τις μέτριες στιγμές τους.
ATM