Στην δεύτερη τους δουλειά, ονόματι Matriarch, οι Amniac αν μη τι άλλο δείχνουν ότι βρίσκονται σε μεγάλες φόρμες: καλογραμμένα και δουλεμένα – από όλες τις απόψεις – κομμάτια, έγχορδα και τύμπανα που αποπνέουν τεχνική, χωρίς ωστόσο να κάνουν επίδειξη, και χωρίς να αναλώνονται σε φλυαρίες ή να κάνουν κατάχρηση των διαθέσιμων τεχνολογικών βοηθημάτων, παθιασμένα φωνητικά, άλλοτε άγρια κι άλλοτε μελωδικά, και παραγωγή που μολονότι ο υποφαινόμενος θα την ήθελε πιο μπασαρισμένη, είναι αρκετά καθαρή και δεν υποβαθμίζει την συνολική ενέργεια της μπάντας. Εάν το Matriarch είχε βγει κατά την περίοδο 2010-2013 (άντε, 2014, που είναι και η χρονιά της πρώτης κυκλοφορίας των Amniac), ο εγχώριος τύπος θα είχε βουίξει για τους έλληνες (με μικρό ή κεφαλαίο γράμμα) Neurosis, ή τους έλληνες Amen Ra, ή τους έλληνες (ας συμπληρώσει ο καθένας κι η καθεμιά το σχετικό, κατά τη γνώμη τ@, συγκρότημα).
Δεδομένου, όμως, ότι η περίοδος αυτή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, εδώ είναι που υπεισέρχεται και το «αλλά» του πράγματος.
Μέσα στα κομμάτια του Matriarch υπάρχουν δύο τάσεις: η μία τάση, εκουσίως ή ακουσίως, παραπέμπει στο πιο παραδοσιακότροπο metal, και η άλλη τάση ακολουθεί τα τυπικά post–rock/metal μοτίβα. Υπάρχουν, δηλαδή, ιδέες που άνετα θα μπορούσαν να υπάρχουν σ’ έναν σύγχρονο doom metal δίσκο – και όχι μόνο (π.χ. στα “Huntress Virgin Goddess” και “Devadasi”). Τολμώ να πω ότι η ίδια τάση υπήρχε και στην πρώτη τους δουλειά, με τίτλο Infinite, αλλά στο Matriarch είναι ακόμα πιο τονισμένη. Παρ’ ότι η συνύπαρξη των δύο τάσεων δεν αποβαίνουν η μία κατά της άλλης κατά την ανάπτυξη των συνθέσεων, και χωρίς να παραβλέπω ότι οι Amniac φαίνονται γενικά ταγμένοι στον post–metal/sludge ήχο, τα πιο παραδοσιακότροπα στοιχεία ακούγονται πιο τολμηρά, ίσως και πιο «φρέσκα» (!), σε σχέση με τα post στοιχεία, που ακούγονται απλά… συνηθισμένα, σχεδόν τυπικά του ιδιώματος – σαν να θεωρήθηκε θεμιτό να υπάρχουν στα κομμάτια απλά ως δηλωτικά, σαν αναγκαία σύμβαση, ως έναν τρόπο προκειμένου οι Amniac να υπενθυμίζουν σε ποια κατηγορία ανήκουν, ίσως όμως κι ως απαραίτητο συνδετικό στοιχείο μεταξύ των δύο κυκλοφοριών των Amniac.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η συνύπαρξη των στοιχείων δεν δυσχεραίνει την ακρόαση ∙ έχει, ωστόσο, ένα άλλο αποτέλεσμα: ότι καθιστά, από ένα σημείο και μετά, τα κομμάτια προβλέψιμα ως προς την ανάπτυξη τους – πράγμα που με τη σειρά του, καθιστά πιο δύσκολη την επιβίωση του Matriarch σε βάθος χρόνου, όπως καθιστά δύσκολη και την ανάδειξη των Amniac σε μια αυτόνομη οντότητα σ’ έναν χώρο που, αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ ότι στο post–rock, φλερτάρει πολύ στενά με τις συμβάσεις. Το Matriarch είναι μια καλή δουλειά από πολλές απόψεις, αλλά εν έτει 2017, είναι εξίσου θεμιτό να υπάρχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις.
ATM