Από όποια πλευρά και αν το δεις τελικά πάντα στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξεις. Ότι και αν σε απασχολεί, σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρίσκεσαι, ακόμα και αν όλος ο κόσμος καταρρέει μπροστά στα μάτια σου και εσύ ως άλλος Τάιλερ Ντέρντεν αναρωτιέσαι τι στο τέλος δεν πήγε καλά; Ακόμα και τότε, αν πατήσεις το play και μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα ξεχειλίσει το χώρο η φωνή του, τότε συνειδητοποιείς, ίσως για ακόμα μια φορά, το πόσο πολύ σε ηρεμεί, σε γαληνεύει αλλά ταυτόχρονα σου δημιουργεί ένταση και αναστάτωση εσωτερική και όχι λίγες φορές εξωτερική. Κάθε φορά που επιλέγεις να τον ακούσεις σε λιγώνει κατά έναν περίεργο τρόπο στο τέλος. Ναι, σίγουρα σε λιγώνει. Σε λιγώνει σαν το γλυκό της γιαγιάς που ήταν πάντα εκεί, στο ψηλότερο ράφι, και εσύ πάσχιζες να το φτάσεις για να φας ακόμα λίγο και ακόμα λίγο…
Ο Νick Cave, αυτός ο υπερήρωας των μοναχικών σου στιγμών είναι και πάλι εδώ ζωντανός! Μόνο που αυτή τη φορά θρηνεί. Θρηνεί πραγματικά. Θρηνεί το χαμό του δεκαπεντάχρονου γιου του ένα καλοκαίρι πίσω. Και αυτόν τον θρήνο, τον πόνο και τη στεναχώρια την μετατρέπει σε τέχνη. Ο δέκατός έκτος δίσκος του μαζί με την παλιοπαρέα των Bab Seeds ήταν να δημιουργηθεί ή έστω να μεταμορφωθεί εκ των υστέρων ως σάουντρακ των δύσκολων στιγμών που πέρασε ο ίδιος και οι υπόλοιποι της οικογενείας μετά το τραγικό γεγονός. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί ακριβός ο πόνος της απώλειας, που όχι δεν γίνεται συνήθεια, στην μουσική αλλά και τους στίχους αυτού του άλμπουμ. Αλλά σίγουρα αφήνει μια δυνατή γεύση θανάτου στο τέλος της κάθε φοράς.
Είναι βαρύ ως άκουσμα, μαύρο όπως το εξώφυλλό του, γι’ αυτό σου λέω μην στρογγυλοκάτσεις στον αναπαυτικό σου καναπέ για να ακούσεις αυτόν τον δίσκο. Θα σε υποχρεώσει να πάρεις άβολες στάσεις σε αυτόν. Θα σου δημιουργήσει αμήχανες στιγμές, τέτοιου μεγέθους που θα σκεφτείς ακόμα και να το κλείσει, έτσι για λίγο, να ξεφύγεις. Θα σου μεταφέρει την συναισθηματική φόρτισή του ιδίου και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν την περίοδο των ηχογραφήσεων, όταν διάβαζε για να τραγουδήσει τους στίχους που ό ίδιος έγραψε.
Το “Skeleton Tree” ΜHN το ακούσεις λοιπόν μόν@ σου. Ζήτα παρέα. Καλύτερα κάπ@ν που να έχει εξοικειωθεί με τον περίεργο αυτόν άνθρωπο και την θλιμμένη μουσική που γραφεί εδώ και δυο αιώνες περίπου. Ακόμα πιο καλά ζήτησε την βοήθεια αρκετών, έτσι μόνο και μόνο για να μοιραστεί σε μικρότερα κομμάτια το βάρος που καταθέτει στα σαράντα σχεδόν λεπτά του. Και αν τα παραπάνω σου φαίνονται κάπως μελοδραματικά και ακόμα περισσότερο υπερβολικά σε προκαλώ να πατήσεις το play τώρα… ακόμα και αν δεν είναι κανείς δίπλα σου.
MU | TE