Το industrial έχει πεθάνει. Ζήτω το industrial! Αυτό ίσως μπορεί να χαρακτηρίσει τον Justin K. Broadrick και τους Godflesh. Από Godflesh σε Jesu και μετά σε Godlfesh πάλι. Σαν να γεννιέσαι από τις στάχτες σου δηλαδή με λίγα λόγια. Αλλά όχι σαν κάτι ίδιο. Η σωστή λέξη ίσως εδώ είναι αναμορφωμένοι και όχι ξαναγεννημένοι.
Μετά από δεκατρία χρόνια απουσίας σαν Godflesh, λοιπόν, έρχονται με τον δίσκο A World Lit Only By Fire. Δεν ξέρω αν πριν διαλυθούν οι Godflesh, είχαν στον μυαλό τους την επιστροφή τους κάποια στιγμή μετά, αλλά κάτι μου λέει ότι δεν είχαν πεθάνει ποτέ. Τουλάχιστον στο μυαλό του J.K.Broadrick. Για να το εξηγήσω και λίγο παραπέρα, το τελευταίο κομμάτι (“Jesu”) από τον τελευταίο τους δίσκο (Hymns), πριν διαλυθούν, δεν ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος των Godflesh. Αλλά μάλλον ένα κομμάτι για το τι θα ακολουθήσει αν συνδυαστούν οι δυο οντότητες που λέγονται Jesu και Godflesh, με κοινό άξονα τον Broadrick.
Οπότε είναι λογικό και αναμενόμενο οι επιρροές από Jesu (και των αλλων project) και η μουσική ωριμότητα να φαίνεται στο A World Lit Only By Fire. Με το πρώτο κομμάτι “New Dark Ages” κάπου καταλαβαίνεις την επιστροφή στο μεσαιωνικό φανατισμό και κάπως έτσι στρώνεται το χαλί από αλυσίδες για τον υπόλοιπο δίσκο. Ακούς κάτι γνώριμο και παλιό, αλλά με την κρύα αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει. Κιθάρες βαριές και απόηχες συνθέτουν μια ατμόσφαιρα τσιμέντου και σκυροδέματος. Το μοτίβο του πρώτου κομματιού αχνοφαίνεται με κάποιο μαγικό τρόπο σε όλη την διάρκεια του δίσκου. Ίσως είναι η εισαγωγή, όχι μόνο για το συγκεκριμένο δίσκο, αλλά για το τι θα ακολουθήσει.
Τα γνώριμα φωνητικά του J.K. Broadrick είναι αυτό που ήταν, αλλά με μια αλλοίωση που φαίνεται ότι πέρασαν μια δοκιμασία εντελώς διαφορετική στους Jesu. Όπως φαίνεται δεν μπορώ να αποφύγω τις συγκρίσεις με τους Jesu αλλά νομίζω είναι λογικό και επακόλουθο. Προχωρώντας στο δίσκο διακρίνουμε κάποια κομμάτια αποκομμένα. Παρόλο που βαδίζει πάνω στο εισαγωγικό κομμάτι ο δίσκος κάπου διακρίνουμε μια συμπληρωματική αποκόλληση σε κάποια σημεία. Κάτι σαν τη μέρα με τη νύχτα σε μια μητρόπολη. Την μέρα «ακούς» την παραγωγική διαδικασία των ανθρώπων, τα τρυπάνια, τα μποτιλιαρίσματα και την διαδικασία αλέσματος του εγκεφάλου. Και το βράδυ το σκηνικό αλλάζει. Η ίδια η νύχτα μιλάει βγάζοντας προς τα έξω τις αρνήσεις της μέρας και δίνοντας ζωή στους δρόμους. Το ένα κομμάτι συμπληρώνει το άλλο, αλλά ταυτόχρονα είναι και αποκομμένα μεταξύ τους.
Βέβαια όποι@ ήταν φαν των Godflesh αμέσως θα διακρίνει τη γνωστή συνταγή τους. Μονολιθικά riffs για γερούς σβέρκους, απόκοσμα φωνητικά και μπάσο επιμελώς ξεκούρδιστο του B.C.Green. Και τι είναι αυτό που το κάνει διαφορετικό; Μια εμφανής αλλαγή είναι η απουσία κάποιων ηλεκτρονικών samples που μας είχαν συνηθίσει σε παλαιότερες δουλειές τους. Εκτός ίσως από το κομμάτι “Shut me Down” και το τελευταίο κομμάτι (“Forgive our Fathers”), όπου διακρίνεται η ηλεκτρονική διάσταση στην αρχή των κομματιών. Το δεύτερο αξιοσημείωτο σημείο είναι η «καθαρότερη» παραγωγή, όπου καταλαβαίνεις ότι η βιομηχανική δυστοπία δεν έχει φύγει, αλλά έχει εξελιχθεί και πάει σύμφωνα με τον καιρό της. Η κιθάρα έχει κουρδιστεί να παίζει κάπου ανάμεσα σε Streetcleaner και Selfless, το drum machine έχει εμφανώς επιστρέψει σε περιόδους Streetcleaner και η φωνή πιο καθαρή και κοντά σε Jesu σε διάφορα σημεία (βλ. “Life Giver Life Taker”, “Imperator”), αλλά με τα ξεσπάσματα που μας έμαθαν και αρμόζουν στην μπάντα.
Χωρίς να ξεφεύγουν από το δυνατό παρελθόν τους, αλλά βάζοντας ένα βαθυπερατό φίλτρο στην μουσική τους, βγάζουν έναν αναμορφωμένο δίσκο. Όντας μια αναμορφωμένη μπάντα, κόβουν τις συχνότητες που τους έκαναν αυτό που είναι και αφήνουν εν τέλει χώρο για καινούργιες.
Ichie