Τι να πρωτογράψω για τον Damon Albarn. Το στυλό αιωρείται πάνω από την λευκή κόλλα του τετραδίου, ενώ προσπαθώ να βάλω σε μία τάξη τον ειρμό των σκέψεών μου. Θα είμαι αντικειμενικός, όσο αυτό είναι εφικτό, καθώς μία -και δύο μη σου πω- συμπάθεια, για το μουσικό πολυμηχάνημα που ακούει στο όνομα Damon Albarn, την τρέφω.
Ο τύπος που, κυρίως, την δεκαετία του ’90, μέσω των Blur και σε συνάρτηση πάντα με τους θαυμάσιους Graham Coxon, Alex James και Dave Rowntree, έβαλε στη ζωή μας ένα νέο είδος, ανάλαφρου, χαζοχαρούμενου (με την καλή έννοια πάντα), νεανικού rock, με τους συντάκτες των βρετανικών μουσικών περιοδικών, όπως το NME και το Q Music, να το βαφτίζουν Brit Pop. Αργότερα καταπιάστηκε με τους Gorillaz. Ένα project με μουσικούς αποκύημα της φαντασίας, του σχεδιαστή κόμιξ Jamie Hewlett, με τον Damon Albarn να είναι στα φωνητικά, κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, ντραμς. Κάτι σαν τη θεά Κάλι δηλαδή, μόνο που σε κάθε χέρι θα κρατούσε ένα μουσικό όργανο.
Δεν περιορίζεται εκεί όμως. Συνθέτει τους The Good, The Bad and The Queen, με μουσικούς όπως ο μπασίστας των The Clash, Paul Simon, τον κιθαρίστα, με πέρασμα από τους The Verve μεταξύ άλλων, Simon Tong και τον ντράμερ των Fela Kuti, Tony Allen. Στη συνέχεια πειραματίζεται, ως Rocket Juice & The Moon, σε funk-soul-afrobeat ρυθμούς, με τους Tony Allen -για άλλη μια φορά- και τον Flea των Red Hot Chili Peppers. Γράφει μουσική για ταινίες, με γνωστότερα OST αυτά των 101 Rejkjavik και Doctor Dee.
Έτσι φτάνουμε στο σήμερα, με την δημιουργία του Everyday Robots. Η εισαγωγή στον δίσκο, γίνεται μέσω του ομώνυμου “Everyday Robots”. Ένα λιτό και απέριττο κομμάτι, με μία σφυριχτή μελωδία στο βάθος, που σου κολλάει και στίχους που είναι τροφή για σκέψη. Στον ίδιο downtempo ρυθμό ακολουθούν και τα “Hostiles” και “Lonely Press Play”, ενώ το “Mr Tembo” στον αντίποδα, μας αφήνει μία χαμογελαστή αίσθηση, με αμμουδερές μελωδίες και μεθυσμένα back vocals, που σε παροτρύνουν να γνωρίσεις τον Mr Tembo και να πιεις ένα cocktail μαζί του, ενώ χαζεύεις τη θάλασσα βυθίζοντας τα δάχτυλά σου στην άμμο. Με το “Mr Tembo” να φαντάζει η μοναδική ευχάριστη, από άποψης συναισθημάτων που σου αφήνει σαν κληρονομιά, η συνέχεια του Everyday Robots κινείται σε μελαγχολικές, απαλές, downtempo μελωδίες. Ο δίσκος κλείνει με το “Heavy Seas Of Love”. Φαντάζει σαν αποχαιρετισμός κολλητών φίλων σε ένα αεροδρόμιο. Είναι αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση που σου αφήνουν αυτές οι στιγμές που ενώ χαίρεσαι για όσα περάσατε τις μέρες που ήσασταν μαζί, ήρθε η ώρα να γυρίσετε στην καθημερινότητά σας. Everyday Robots λοιπόν. Ένας δίσκος έντονα νοσταλγικός, ότι πρέπει για μεταμεσονύκτιες ακροάσεις και ειδικότερα για καλλιτεχνικές ανησυχίες. Είμαι σίγουρος πως τα μολύβια, τα πινέλα και οι ακουαρέλες θα ανατριχιάζουν στον ήχο του. Οι λευκές σελίδες αναστενάζουν καρτερώντας την πένα να τις χαϊδέψει. Ο πηλός ζεσταίνεται κάνοντας χώρο, για να τον πιάσουν απαλά, τα έμπειρα χέρια. Άσε και τον Damon Albarn να σε πιάσει από το χέρι και να σε ταξιδέψει στον κόσμο του Everyday Robots.
Alejandro