Η απόφαση να διαλυθεί μια μπάντα, του ορχηστρικού rock στην περίπτωση μας, είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά την ίδια. Πορείες ατόμων που αποκλίνουν, σχέσεις που φθείρονται, μουσικές που γερνάνε, νέες ιδέες που στερεύουν και διάφορες άλλες κατάρες υπονομεύουν κάθε προσπάθεια που προϋποθέτει την σύμπραξη δυο και βάλε ατόμων. Αυτό που μένει όμως παραμένει ζωντανό ως μια κατάθεση που μονομαχεί πλέον μόνο με τον χρόνο καθώς υπερνίκησε την θεά τύχη και τους συνακόλουθους της διαβόλους για να βγει στην επιφάνεια σώο και αβλαβές. Ίσως καλύτερα έτσι παρά μια δισκογραφία που αρκετοί δίσκοι στοιβάζονται καταπλακώνοντας τις πρώτες και συνήθως πιο πλούσιες δουλειές μιας μπάντας. Από την άλλη βέβαια ποι@ ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί αν συνεχιζόταν η πορεία μιας ανενεργής πλέον μπάντας. Κάποια σκόρπια ζωντανά ηχογραφημένα δείγματα που βρίσκονται σκορπισμένα στους πέντε διαδικτυακούς ανέμους μπορεί να εξάπτουν την φαντασία, αλλά αυτή ως εκ φύσεως λαίμαργη, δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει την απτή δισκογραφική παρουσία και την αύρα που εν δυνάμει συνοδεύει.
Daturah
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τα εξέχοντα παραδείγματα της παραπάνω κατηγορίας. Οι Γερμανοί Daturah δυστυχώς σταμάτησαν την δράση τους λίγο πριν την ηχογράφηση του τρίτου του δίσκου το 2011. Γράφουμε “δυστυχώς” γιατί από τα μικρά ηχητικά δείγματα που συναντούσαμε τότε στο Internet, ο ενθουσιασμός που μας γεννούσαν ήταν ο ίδιος με αυτόν που νιώσαμε όταν ακούσαμε το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Αυτό περιείχε τρεις συνθέσεις που η κάθε μια διαρκούσε πάνω από 11 λεπτά, κινούμενες αργά αλλά διαθέτοντας μια καταπληκτική ανάπτυξη. Η συνέχεια όμως ήταν αυτή που απέδειξε πως αυτή η μπάντα άξιζε πραγματικά την αφοσίωση μας. Στον δεύτερο τους δίσκο Reverie διατήρησαν την ζωντάνια των χρωμάτων τους, καταφέρνοντας με επιτυχία να ξεπεράσουν τον δαίδαλο του φορμαλισμού που μάστιζε τότε όπως και τώρα, το συγκεκριμένο είδος. Δύσκολα συναντάται διπλός δίσκος που όλα του τα κομμάτια έχουν τόσο γεμάτο ήχο, τόσο συμπυκνωμένες ιδέες, τόσες κορυφώσεις την στιγμή που δεν επαναλαμβάνεται το οτιδήποτε στην ροή του. Όλα έδειχναν πως θα συνέχιζαν προς την περαιτέρω εμβάθυνση του ήχου τους, αλλά όπως το σχέδιο με μια κυκλοφορία remix άλλων στο έργο τους, έμεινε το επόμενο βήμα στα μισά του δρόμου. Η πορεία που ακολούθησαν τα μέλη της μπάντας ξέχωρα, όπως συνηθίζεται, δεν έχει δώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Shora
Αν η προηγούμενη ιστορία φαντάζει κάπως λογική, εδώ στην περίπτωση των Ελβετών Shora, τα πράγματα κύλησαν περίεργα. Ουσιαστικά ένα ντεμπούτο το 2006, συν δυο split και ένα εξαιρετικά δυσεύρετο ep, συνθέτουν ένα μυστήριο που ως τώρα δεν έχει διαλευκανθεί και φέρει τον τίτλο Τι απέγινε ετούτη εδώ η μπάντα γαμώτο; Μετά το οξυδερκές Malval, το οποίο αν και αρκετά τεχνικό, έβγαζε ταυτόχρονα έναν χειμαρρώδη συναισθηματισμό, επέστρεψε η μπάντα κάποια στιγμή για να παρουσιάσει το υλικό της επερχόμενης του δουλειάς. Για καλή μας τύχη, συνέπεσε μια από τις συγκεκριμένες εμφανίσεις να συμβεί και στην Αθήνα όπου μετά από αλλαγμένες ελαφρώς εκδόσεις του ήδη κατατεθειμένο τους έργου, είχαμε σπουδαία δείγματα του άγνωστου τότε μέλλοντος. Αυτό βέβαια ποτέ δεν ήρθε, όπως κανένα είδος αποχαιρετισμού ή έστω ένα σκωροφαγωμένο χαρτί εγκλωβισμένο σε ένα γυάλινο μπουκάλι σε κάποια ερημική ή μη παραλία. Πλέον φαντάζει σχεδόν αδύνατο να έχουμε κάποιο νέο μετά από αυτήν την βαριά χειμερία νάρκη του σχήματος. Ομολογουμένως πάντως μετά τον προαναφερόμενο μοναδικό τους ολοκληρωμένο δίσκο, τίποτα δεν βγήκε που να παραπέμπει ή έστω να θυμίζει ελαφρά την περίπλοκη αλλά και χυμώδης φύση του.
The Evpatoria Report
Το δύσκολο δεν είναι για μια μπάντα να εξασκηθεί στο ορχηστρικό αυτό είδος, αλλά να καταφέρει να ξεχωρίσει ανάμεσα στα αναρίθμητα σχήματα του χώρου αυτού. Αν και το πρώτο ep της μπάντας δεν υποσχόταν πολλά, ήρθε το ντεμπούτο τους το 2005 που από την πρώτη κιόλας νότα του που οδηγεί σε μια καταλυτική έκρηξη, δικαίως αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι σήμερα έναν δισκογραφικό πόλο έλξης. Αξίζει επίσης να μνημονευθεί το video του “Taijin Kyofusho” που επιμελήθηκε αυτόνομα από την μπάντα ο Baptiste Cochard, το οποίο δίνει μια δικιά του ερμηνεία σε αυτό το άσμα κατακλυσμικής μουσικής. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως για τότε μπορεί ο ήχος του Golevka να φάνταζε ευρηματικός, αλλά εφόσον τα πάντα στο συγκεκριμένο είδος ανανεώνονται στο πέρασμα του χρόνου, ήρθε η ίδια η μπάντα με την ποιότητα της να τον ξεπεράσει. Το Maar τότε ακουγόταν τόσο διαφορετικό ως σύλληψη σε σχέση με τον προκάτοχο του, καθώς έλειπε βεβαίως το στοιχείο της έκπληξης όπως και οι οξυμένες γωνίες στο υλικό του. Είχαμε τέσσερις μεγάλες χρονικά συνθέσεις που φάνταζαν εκ πρώτης όψεως αρκετά φιλόδοξες για να συνδέσουν μέρη ή ξεχωριστές ιδέες με την βοήθεια ενός αστρικού και απαλού θορύβου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου, αποδείχθηκε το βάθος και η υψηλή αισθητική αυτού του άκρως υποτιμημένου δίσκου. Το γεγονός αυτό όμως δεν αρκούσε τελικά να κρατήσει εν ζωή την σπουδαία αυτή μπάντα, που θεωρώντας πως δεν βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, χάθηκε παντοτινά.
Joy Wants Eternity
Αν και τους είχα γενικά στα υπόψιν μου, χαμπάρι δυστυχώς δεν πήρα πέρσι όταν και κυκλοφόρησε, καθώς το The Fog Is Rising πρόκειται για έναν αρτιότατο δίσκο του είδους και ίσως το πιο δυνατό δημιούργημα από την πλευρά τους. Παραδόξως αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα τους καθώς η μπάντα πριν λίγο καιρό δήλωσε πως διαλύεται, μετά το πέρας μια πολύ σύντομης περιοδείας. Αυτά γραφόντουσαν πριν περίπου έναν χρόνο εδώ μέσα και όντως είναι αλήθεια πως οι τύποι αυτοί από το Seattle περίμεναν το τέλος για να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό. Ένας αγνός post rock δίσκος που όσο περισσότερο τον ακούς, τόσο πιο πολύ σου αποκαλύπτει την ανεπιτήδευτη γοητεία του. Κρατώντας μέχρι τέλους το χαμηλό τους προφίλ, δικαίως ένιωσαν πως το 2012 έφτασαν στο δημιουργικό ζενίθ τους. Το τέλος επήλθε ειρηνικά. Αυτό πρόδιδαν τα ειλικρινή χαμόγελα ευδαιμονίας στην προτελευταία συναυλία τους. Μπορεί όλα να κάνουν τον κύκλο τους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κινούνται σε κύκλους. Κάθε τέλος μπορεί να μην γεννά μια νέα αρχή, αλλά τουλάχιστον μπορεί να ηχεί με έναν πανηγυρικό τόνο αφιερωμένο σε όσα αυτό σφράγισε.
Μπάμπης Κολτράνης