Αυτό που συσχετίζει δυο κινούμενα σημεία, στην περίπτωση μας νότες ή αφηρημένα χτυπήματα, είναι η ταχύτητα της κίνησής τους στον χώρο. Όσο η ταχύτητα μειώνεται, ο κενός χώρος βαθαίνει για να χωρέσει περισσότερα νοήματα και ιδέες. Αυτό εξέφραζε ο Θ. Αγγελόπουλος όταν έβαζε τα πάντα να κυλούν αργά, την ίδια στιγμή όμως που ο χρόνος στον οποίο εκτυλισσόταν η ταινία καταλάμβανε έως και δεκαετίες. Το ίδιο συνέβη στην χορευτική techno μουσική, όταν εγκατέλειψαν τα αλύπητα beat και αντιλήφθηκαν ότι, ελαττώνοντας τις ταχύτητες, η μουσική και ο ρυθμός αποκτούν περισσότερο βάθος, ακόμη και αν αυτό που είναι να το καταλάβει είναι μια σχεδόν απόλυτη σιωπή.
Ο Ολλανδός πειραματιστής Rutger Zuydervelt με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Machinefabriek έχει ακολουθήσει την παραπάνω φιλοσοφία και αυτό αποδεικνύεται στο ήδη τεράστιο δισκογραφικό του έργο. Σε τούτη εδώ την δουλειά του, απλά μαζεύει δυσεύρετα κομμάτια του που είχαν βγει την τελευταία πενταετία σε επτάιντσα ή μίνι cdrs και αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως μπορεί κάτι να κυλά υπνωτικά αλλά να παραμένει περιπετειώδες. Εδώ μάλιστα αφήνοντας τις συνθετικές του προσπάθειες που τραβάνε σε χρόνο, ένεκα των ειδικών μίνι κυκλοφοριών που αναφέραμε πριν, προσπαθεί να εστιάσει στον ήχο, ώστε να ακούγεται όσο το δυνατόν απέριττος και συγχρόνως μεστός. Δεν είναι τυχαίο πως για αυτόν τον λόγο καμία σύνθεση εδώ δεν ξεπερνά τα έξι λεπτά.
Ταυτόχρονα η διαφορετική κατεύθυνση αλλά και οι φορείς/εκτελεστές που συγκροτούν την κάθε δυάδα ή τριάδα κομματιών δημιουργούν μια πλειάδα ηχοχρωμάτων που δεν συναντάται συχνά όχι μόνο στην έως τώρα πορεία του Rutger αλλά ούτε γενικά στο είδος της πειραματικής μουσικής. Πιο συγκεκριμένα η αρχή του album αυτού σε κάνει να επιστήσεις την προσοχή σου σε ό,τι θα ακολουθήσει ηχητικά. Τα δύο πρώτα κομμάτια αναδεικνύουν τα αρπίσματα μιας κιθάρας που ακούγονται σαν να διεξάγεται μια υπόγεια σύγκρουση μελωδικότητας εναντίον αφηρημένης τέχνης με τελικό νικητή την πρώτη. Στην συνέχεια έχουμε ένα κατανυκτικό τρομπόνι παιγμένο από την τραγουδίστρια των Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, που δίνει ένα μαγικό τόνο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Ακολουθούν τα αφαιρετικά δείγματα ενός άναρθρου απαλού θορύβου που διαρκούν περίπου δύο λεπτά για να μπούμε σε μια χορωδιακή ανάταση των αισθήσεων. Πλέον εγκαταλείπουμε την όποια προσπάθεια να ορίσουμε τι είναι αυτό που ακούμε και παρασυρόμαστε σε έναν απαλό στροβιλισμό που αφήνει τα πατήματα μας να αιωρούνται. Σαν μια οπτασία φεύγει η χορωδία και μπαίνουμε σε κάτι βιομηχανικό που δικαιώνει το όνομα Machinefabriek.
Κάθε τι όμως που κατατίθεται εδώ είναι σύντομο και αμέσως εμφανίζεται το κλαρινέτο του Gareth Davis για να παραδώσει μια διαφορετικής υφής jazz από αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Συναισθηματική αλλά και μυστήρια. Κι όμως ο μινιμαλισμός μπορεί να έχει τόσα πολλά πρόσωπα σε μόλις 48 λεπτά που διαρκεί η συλλογή αυτή. Απόδειξη το φινάλε που είναι σαν ο δημιουργός να σκέφτηκε τι άφησε έξω από την ροή του δίσκου αυτού, ώστε να το προβάλλει ως μια γέφυρα στις υπόλοιπες κυκλοφορίες του που ήδη για το 2014 έχουν φτάσει τις τρεις! Μετά και από αυτήν την ακρόαση που έφτανε τα όρια του κολλήματος, το ενδιαφέρον μας για τον εν λόγω δημιουργό εντείνεται.
Μπάμπης Κολτράνης