Αυτή η κριτική θα μπορούσε να ξεκινά με μια περιήγηση στην ανάδελφη χώρα που ονομάζεται Φινλανδία και στην οποία μεγάλωσε ο Mika, αποκτώντας από αυτήν το μονίμως σοβαρό βλέμμα και την εξωτερική παγωμάρα που μέσα της εσωκλείει μια ιδιαίτερη θερμότητα. Εκεί θα περάσει από την punk εφηβεία στην κατά μια έννοια techno-industrial ωρίμανση, όπου με το όνομα Ø και την Sähkö Recordings θα βγάλει στα 90’s μια ρυθμική και μινιμαλιστική μουσική που αποτελεί σημείο αναφοράς στους κόλπους της ηλεκτρονικής μουσικής μέχρι και σήμερα.
Μετά επιβάλλεται να αναφέρουμε τους Panasonic, που μετά την μήνυση της ομώνυμης εταιρείας έβγαλαν το ένα a από το όνομα τους, οι οποίοι άφησαν ένα υλικό που μπορεί να ειδωθεί ως η γέφυρα μεταξύ των πρώτων πειραματιστών με αναλογικά μέσα και τους εκπροσώπους του αποδομημένου ήχου του σήμερα. Έχοντας την τύχη να τους δω το 2004 σε ένα φεστιβάλ στο Λαύριο, ένιωσα για τα καλά πως είναι να δέχεται πρώτα χτυπήματα το σώμα και έπειτα ο εγκέφαλος, από δυο άτομα που απλά πείραζαν διάφορα άγνωστα σε μένα μηχανήματα, εντελώς ιδρωμένα όπως όλοι όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα του σαδομαζοχισμού σε μια κλειστή αίθουσα μέσα στο κατακαλόκαιρο!
Έχουμε όμως και έναν νέο δίσκο να περιγράψουμε, γιατί καλό το παρελθόν αλλά με το παρόν είναι που τα βγάζεις πέρα μαζί του δύσκολα όπως τόνισε παλαιότερα ο William Burroughs. Το Kilo έρχεται ως ένα ακόμη επεισόδιο στις συνεχόμενες κυκλοφορίες του δημιουργού του, αλλά μόνο ως ένα τυπικό και αναμενόμενο album δεν φαντάζει. Κρύβει βέβαια μέσα του μια δύναμη και έναν σκληρό πυρήνα όπου αμέσως γίνεται αντιληπτός ο ήχος-σήμα κατατεθέν του Mika. Παράλληλα όμως αποτελεί με την επίμονη έλλειψη μελωδιών και το όρθωμα μπετοναρισμένων ρυθμών που θυμίζουν μέχρι και πρώιμους Cabaret Voltaire, ένα επιβλητικό μουσικό έργο που σου πιέζει τους ώμους ώστε να χαμηλώσεις το βλέμμα πάνω του.
Λίγες στιγμές κατά την διάρκεια του δίσκου νιώθεις αυτήν την δύναμη υπερβολικά θορυβώδης ή βίαιη. Με τους τίτλους των κομματιών να αναφέρονται σε λιμάνια, εμπορικά πλοία και άλλους καββαδιακούς όρους, η μουσική θα μπορούσε να αποτελεί το κατάλληλο ηχητικό υπόστρωμα σκηνών μιας βραδινής απόπλου με γεμάτα αμπάρια και άδεια βλέμματα μέσα στο σκοτάδι.
Για να αντιπαραθέσουμε τον δίσκο αυτό με ένα άλλο φετινό δημιούργημα, αυτό του The Haxan Cloak, που επικοινωνεί υπογείως, εδώ οι ήχοι δεν προκαλούν φόβο, αλλά την περιεργεια που νιώθεις πριν αυτός να έρθει. Ναι, αυτή η μουσική αν και κουβαλά μπόλικο χειμώνα μέσα της, δεν έχει πατρίδα, όπως δηλώνει και ο δημιουργός της ο οποίος μετά την διαμονή του στην Βαρκελώνη, έχει ως βάση πλέον το Βερολίνο. Η γλώσσα που μιλά είναι τολμηρή, σκληροτράχηλη αλλά και χυμώδης, αρκεί να την αποδεχθούμε ως αντικατοπτρισμό της σκοτεινής πλευράς που κρύβουμε μέσα μας.
Μπάμπης Κολτράνης