Υπάρχει μια άποψη που υποστηρίζει πως αργά ή γρήγορα, όλοι-ες μας γυρνάμε ή γερνάμε μουσικά με τις παλιές μας αγάπες. Δύσκολο να γίνει δεκτό ολοκληρωτικά αυτό το συμπέρασμα, αλλά στην περίπτωση του τραγουδιστή των Radiohead φαίνεται να πετυχαίνει διάνα. Αν και σχετικά άγνωστο ως γεγονός, ο Thom Yorke δεν ξεκίνησε τα μουσικά του βήματα γρατζουνώντας τις φωνητικές και κθαριστικές του χορδές, αλλά ως dj techno-acid μουσικής. Κρατώντας για αρκετό καιρό κρυφή αυτήν την πτυχή του εαυτού του, φαίνεται τα τελευταία χρόνια να απολαμβάνει την δικιά του επιστροφή στο παρελθόν.
Πέρα από τα dj set του και την ενασχόληση με την νέα ηλεκτρονική σκηνή, η νέα του δουλειά παρουσιάστηκε ζωντανά στο διάσημο techno χώρο του Βερολίνου Berghain, πριν κυκλοφορήσει. Σημειολογικά λοιπόν ο Thom φαίνεται να μην επαναπαύεται στην συνταγή του επιτυχημένου ερμηνευτή ενός από τα σημαντικότερα σχήματα της κιθαριστικής μουσικής που αναδείχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Χρησιμοποιώντας την μπάντα που στήριξε ζωντανά το προηγούμενο δίσκο του, Eraser, η οποία αποτελείται μεταξύ άλλων από τον Flea των Red Hot Chili Peppers στο μπάσο και τον Nigel Gondrich επί γενικών καθηκόντων, επιδιώκει να προχωρήσει και δισκογραφικά. Το προς τα που είναι το δύσκολο ερώτημα που στέκει μετά τις πρώτες ακροάσεις του AMOK.
Καταρχάς, το υλικό εδώ θέλει αρκετή προσπάθεια για να αφομοιωθεί από τον ακροατή σε έναν ικανοποιητικό βαθμό. Φορτωμένο με πολλά μπλιμπλίκια, αναμοχλεύει ρυθμούς και ήχους με ένα σχεδόν μαθηματικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο πως οι καλύτερες στιγμές του album είναι αυτές που η φωνή βαδίζει απλά με την στήριξη των ηλεκτρονικών, χωρίς να παρεμβαίνουν πολλά γεμίσματα, βλ. “Unless”. Φαντάζει σαν τα φυσικά όργανα να τρέχουν να προλάβουν την ταχύτητα και την αλλοκοτιά των μηχανών, με αποτέλεσμα να χάνεται η εστίαση στην αναδυόμενη μελωδία.
Βέβαια, για άλλη μια φορά η φωνή του Thom δεσπόζει, μεταφέρει, ορθώνει ή σβήνει το κάθε κομμάτι, για αυτό ίσως να μην είναι ολότελα λάθος να αντιμετωπιστεί το AMOK ως μια συνέχεια του Eraser. Μόνο που τώρα, η μηχανιστική αντίληψη πάνω στο ηχητικό και ρυθμικό υπόβαθρο, αντί να καταλήγει σε μια μεθυστική ζάλη, προκαλεί σε μερικά σημεία ναυτία. Ίσως επίσης να μην βοηθά η μονοκόμματη αντιμετώπιση των εννιά συνθέσεων οι οποίες έχουν περίπου την ίδια ταχύτητα, υπερβαίνοντας την εγκεφαλική λειτουργικότητα του τελευταίου δίσκου των Radiohead, The King Of Limbs.
Η τελική ετυμηγορία είναι δύσκολο να βγει με κάθετο τρόπο, παρόλο τους αρκετούς προβληματισμούς, για έναν δίσκο αίνιγμα από μόνο του. Εξάλλου πότε ήταν εύκολο να γίνει αντιληπτό σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτό που ήθελε να μεταδώσει με την γραφή του ο Thom Yorke;
Μπάμπης Κολτράνης