Για το σπίτι, για το αυτοκίνητο, για την δουλειά. Κάπως έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάθε dj set ή podcast χορευτικής μουσικής. Χωρίς την άνεση του χώρου ενός club που οι ρυθμοί πάλλουν την σπονδυλική στήλη, η συσκευασία μιας περίπου ώρας αποκτά έναν τρόπο διαφορετικής προσέγγισης από τον dj, περιέχοντας ένα μεγάλο βαθμό δυσκολίας ώστε να συντονίσει και να βάλει σε μια σειρά δυναμικές και διαθέσεις. Ειδικά ο συγκεκριμένος Βερολινέζος που ενίοτε παίζει ακόμη και δωδεκάωρα σετ (!) στο Berghain, το μέρος που βοήθησε αλλά και βοηθήθηκε ώστε να επεκτείνει την φήμη του, έχει να αντιπαρέλθει επιπλέον το βάρος του επιτυχημένου mix cd Berghain 04 που είχε βγάλει πριν δυο χρόνια.
Εδώ στην συμμετοχή του στην σειρά των mix cds του Λονδρέζικου club φάνηκε έξυπνος, καθώς επέλεξε να μην κυνηγήσει την σίγουρη επιτυχία βάζοντας τα κομμάτια που αποδεδειγμένα ξέρει πως ο κόσμος θα ξεσαλώσει ακούγοντας τα, αλλά να επιφυλάξει το στοιχείο της έκπληξης. Ως επί το πλείστο παίζει με άγνωστα ονόματα ή με ακυκλοφόρητα καταξιωμένων παραγωγών όπως αναλόγως έπραξε και ο Dave Clarke στο περσινό του mix cd Fabric 60. Εξαίρεση αποτελούν τα ρεμιξαρισμένα από αυτών παλιά σουξέ των Octave One “Terraforming” και του Josh Wink “Are you There?”. Άλλο ένα κόλπο που κάνει είναι να βάλει ένα μη techno κομμάτι, αυτό του Burial ακριβώς στην μέση του σετ, γεγονός πάντως που δεν προσθέτει κάτι το αξιοπρόσεκτο στην ροή της μουσικής.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε το σεμιναριακό του χτίσιμο που κάνει στο πρώτο κατά μια έννοια μέρος του album. Ειδικά όταν σκάει η σκοτεινή ατμόσφαιρα του “Spying” του φίλου του DVS1, έχει εξασφαλίσει την προσοχή του ακροατή για την συνέχεια. Τεχνικά μιλώντας, όλες οι αλλαγές είναι σχεδόν ανεπαίσθητες πάντα με γνώμονα την συνοχή του όλου μουσικού αποτελέσματος. Επειδή όμως η επιείκεια δεν είναι το δυνατό μας σημείο, οφείλουμε να σημειώσουμε την απουσία ενός λυτρωτικού grand finale. Στην θέση αυτού έχουμε μόνο τον ρυθμό και την μελωδία (ναι, μελωδία) του “Detached” του James Ruskin, που στριμώχνεται αμήχανα ανάμεσα στα house κομμάτια που προηγούνται και το αδιάφορα πειραματικό “Monophaser 2”του Alva Noto που κλείνει το σετ.
Συμπερασματικά, εναρμονισμένο με τις αποθεωτικές κριτικές αλλά και την διχασμένη αποδοχή από τους μυημένους στην techno που έχουν σχεδόν όλες οι κυκλοφορίες της Ostgut ton, της εταιρίας που έχει αναλάβει την κυκλοφορία των περισσότερων βινυλίων του Ben, εδώ θα βρείτε ένα απολαυστικά στρωτό πρόγραμμα με μετρημένες όμως κορυφώσεις. Σίγουρα θέλει τον χρόνο του για να μπεις στο κλίμα, όπως και μια συγκεκριμένη ένταση ώστε το υπνωτικό αυτό techno να μην χαθεί σε πελάγη αδιαφορίας. Η αλήθεια είναι πως δεν του αξίζει τέτοιου είδους ουδέτερης αντιμετώπισης, αρκεί πρωτίστως να παραμερίσουμε το hype και τους hipsters που το ακολουθούν φανατικά.
Μπάμπης Κολτράνης