Στέκεσαι σε έναν βαθύ εγκαταλελειμμένο εργοστασιακό χώρο που φαντάζει να μην τελειώνει πουθενά. Προχωράς θέλοντας να πιστεύεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή, ώστε να αποφύγεις τη στασιμότητα και την αρνησικυρία. Καμία υπόσχεση, κανένας παράδεισος δεν φαίνεται μπροστά. Πόσο χειρότερες όμως μπορούν να είναι οι συνθήκες αναπνοής εκεί από ό,τι εδώ;
Ήχοι από αποφλοιωμένα σίδερα που όμως βρίσκονται σε κίνηση. Από κάπου έρχεται ένας άνεμος σκοτεινών «μελωδιών». Σίγουρα υπάρχει διέξοδος διαφυγής όπου σκάβοντας με τα ίδια σου τα χέρια θα φτάσεις έξω, κοιτάζοντας το φως χωρίς να φοβάσαι να τυφλωθείς. Ακόμη όμως οφείλεις να επιπλεύσεις ανάμεσα σε ρυθμούς που συμπορεύονται με τους χτύπους της καρδιάς και με το αποφασισμένο πλέον περπάτημα σου.
Η σκόνη αρχίζει να διαλύεται καθώς αρχίζεις να συνηθίζεις το βιομηχανικό οξυγόνο. Σκέφτεσαι πως, ενώ γύρω σου πλέον δεν έχεις παρά συνεχή γκρεμισμένα μέρη ενός παραλυμένου εργοστασίου, υπάρχει η ελπίδα πως όλα μπορούν να ξανατεθούν σε κίνηση. Αρκεί να τεθεί η επιλογή του ζωντανέματος και οι τοίχοι θα αγκαλιάσουν ξανά το ατσάλι ευλαβικά.
Δεν γίνεται όμως να βρίσκεσαι μόνος εδώ μέσα. Η ηχώ από φωνές που περιέχουν αποκομμένες μεταξύ τους φράσεις δεν εξηγεί τίποτα άλλο παρά την ματαιότητα της εικονικής σου μοναξιάς. Ο χορός των μηχανών δεν αποζητά την αποκατάσταση του εγώ πρωτίστως αλλά την αλληλεπίδραση κορμιών και αισθητηριακών κέντρων. Μόνος ξετυλίγει κανείς την αρχή, στο τέλος όμως δεν μένει ποτέ ο ίδιος εξαιτίας του πλησιάσματος αυτού που φάνταζε αρχικά ξένο και εχθρικό.
Οι μακρινές φωνές πλέον έχουν αντικατασταθεί από ανάσες που αποπνέουν την αποφασιστικότητα της στιγμής που δεν τελειώνει ποτέ. Η ελευθερία του σώματος ποτέ δεν είναι αυτάρκης και σταματάς πλέον να αισθάνεσαι πώς είναι να σε παρατηρούν, ευρισκόμενος ανάμεσα σε πολλούς άλλους σαν και εσένα αλλά και διαφορετικούς. Δεν το καταλαβαίνεις αλλά προχωράτε όλοι και όλες μαζί. Το περίγραμμα των πατημασιών σας έμεινε για πάντα στα λιμνάζοντα νερά της εγκαταλελειμμένης πια παραίτησης. Όλα σε κίνηση λοιπόν.
Μπάμπης Κολτράνης