Τελικά είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής που μας εμποδίζει να αυτοσυγκεντρωθούμε στις νέες μουσικές αγαπώντας τες όπως τις παλιές ή μήπως η ίδια η σύγχρονη μουσική ζορίζεται κάπως να μας κρατήσει το ενδιαφέρον; Την απάντηση μπορεί να προσπαθούμε να τη δώσουμε μελετώντας τα νέα άλμπουμ που σας παρουσιάζουμε εδώ στο ats, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν και περιπτώσεις δίσκων, όπως το τρίτο προσωπικό άλμπουμ του Oliver Coates, που αδιαφορούν για το αν κερδίζουν κάποιο στοίχημα, την προσήλωσή μας ή το να ξεχωρίσουν μέσα στον σωρό.
Η αθωότητα του δίσκου μάλλον είναι και το δυνατό του στοιχείο. Αρχικά εκπλήσσει με την παρολίγον ρετρό idm αίσθηση και την ξεκάθαρη μελωδικότητα που γεμίζει όλο τον δίσκο. Ήχοι ευφορίας πάνω σε ρυθμούς σχεδόν αρχαϊκούς μας κάνουν να ξεχνάμε τι χρονιά έχουμε! Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Το υλικό εδώ είναι τόσο χειροπιαστό και μικρούτσικο (κούτσικο που έλεγε κι η γιαγιά μου) που θαρρείς και χωρά στη χούφτα σου, αν και αποφεύγει την lofi λούμπα της νέας εποχής. Οι πραγματικές συνθέσεις μέσα στην απλότητά τους προχωράνε σαν πασχαλίτσες πάνω στην παλάμη σου κι εσύ, προσπαθώντας να μην τις ενοχλήσεις, τις φωτογραφίζεις στη μνήμη σου πριν πετάξουν και χαθούν. Εντέλει μπορεί να μην απομνημονεύεται κάθε στιγμή του άλμπουμ, αλλά συνθέσεις όπως το “A Curch” γεννήθηκαν για να σου φτιάχνουν τα πρωινά!
Ίσως να ’ναι αυτή η τυχαιότητα στη ροή των κομματιών που μόνο τυχαία δεν είναι, η οποία κάνει το υλικό να ακούγεται σαν να συναρμολογήθηκαν όπως τα έφερε ο χρόνος και η στιγμιαία έμπνευση του δημιουργού που ενίοτε αυτή εμπεριέχεται εντός του. Αυτός όμως ποτέ δεν σταματά και περνώντας αφήνει ένα αποτύπωμα της δουλειάς του Oliver Coates που όσο ταπεινό κι αν ακούγεται, άλλο τόσο επιφυλάσσει ενδιαφέρουσες ακροάσεις στο κοντινό ή ασυνεχές μέλλον. Μια ερώτηση στο τελευταίο άσμα του δίσκου και το πώς αυτό μας επαναφέρει στην αρχή του αρκεί!
Is modern life preventing us from concentrating on new music and to love and embrace it as we do with oldies, or does contemporary music fail to catch our attention? Here on ats, we are trying to provide an answer through our studies and our reviews, but at the same time there are some records, like the third album of Oliver Coates, that seem not to care if they are winning a bet, our attention or if they are, in the end, standing out.
The naivety of this album is somehow its strong element. Its almost retro idm feeling and its clean melodies, that fill the album, come as a surprise upon first hearing. Sounds of euphoria on ancient rhythms loosen and distort the notion of time, rendering it rather difficult to remember what year it is! But it’s not only that. The material here is so tangible and tiny that it could easily fit in your hands, even though the lofi production of the new age is clearly avoided. These real compositions in their simplicity walk like ladybugs in the palm of your hands and as you strive not to disturb them, you take a mental picture before they disappear. Eventually not all moments of the album are memorable, but songs like “A Church” were created to cheer you up in the morning!
Maybe it’s the randomness of the tracks’ flow, which is not random at all, that makes them sound as if they were composed naturally and by the momentary inspiration of the artist who carries it inside them. Time doesn’t stop and as it flows it leaves a footprint of Oliver Coates’ work that, as humble as it sounds, it has many interesting listens in store for us in the near or non-continuous future. Just one question on the last song and how it guides us back to the beginning of the album, is enough.
Μπάμπης Κολτράνης