Ποτέ κανείς δεν με ρώτησε από πού πηγάζει η ανάγκη να γράφεις για μουσική.
Η μουσική είναι μια τέχνη ακοής και συναίσθησης, ένας διαβιβαστής μελωδιών που αν βρεθούν με την κατάλληλη σειρά και την κατάλληλη ένταση στα αυτιά σου είναι ικανά να πλάσουν μια εμπειρία από την αρχή.
Αντίθετα με την ιδέα που δίνεται σε έναν κινηματογραφόφιλο, η μουσική δεν είναι μόνο το νήμα με το οποίο ντύνεις μια συναισθηματική ή επεισοδιακά κρίσιμη στιγμή. Είναι αυθύπαρκτη, ενεργή. Επομένως, γιατί να γράψεις κάτι; Μήπως προσπαθείς απλώς να αντλήσεις νόημα ο ίδιος μιλώντας για κάτι που μεταφέρει από μόνο του νόημα;
Στην εποχή που το να έχεις άποψη για το κάθετι είναι από μόνο του μια απασχόληση και το να μην εκφράζεσαι επί παντός επιστητού συνεπάγεται σχεδόν κοινωνική αποξένωση, θα ήταν εύκολο να απαντήσουμε ότι ακούμε μουσική, μιλάμε και γράφουμε για μουσική, ώστε να έχουμε ένα απάγκιο που θα μας κρατά πάντα λίγο πάνω από την αφάνεια.
Η αλήθεια, όμως, δεν είναι τόσο βολικά μηδενιστική.
Ακριβώς σε τέτοιες χρονικές συγκυρίες –τόσο μαλθακές και άνευρες– είναι που, όταν γεύεσαι κάτι και αυτό αγκομαχά ολοζώντανο στα αυτιά σου, πρέπει να το χωνέψεις, να το βγάλεις από το σύστημά σου και έπειτα να το κόψεις σε μικρά κομματάκια κοινωνίας για τους δικούς σου “άλλους”.
Το Wake The Dead είναι μια αποκάλυψη και ίσως η ομορφότερη δουλειά του Matt Elliott ως τώρα, ειδικά αν σας θυμίσω ότι πριν από δύο χρόνια μιλούσαμε με συγκρατημένη απογοήτευση για το The Calm Before. Ίσως η σύγκριση αυτή να είναι ατυχής, μια που ο ίδιος έχει επιλέξει να διαφοροποιείται υφολογικά, κυκλοφορώντας δουλειές άλλοτε προσωπικά σε φολκ ήχους και άλλοτε με το όνομα The Third Eye Foundation σε καθαρά ηλεκτρονικούς. Δυστυχώς, τέτοιες διχοτομήσεις μοιάζουν πολύ απλοϊκές για να με αποτρέψουν από το να είμαι κάθετα εκστατική με την εμπειρία που μου προσέφερε το Wake The Dead. Ο δε τόνος είναι τόσο προσωπικός, γιατί θέλω με τα λόγια μου αυτά να σας πείσω ότι οι γνώμες μας δεν θα συγκλίνουν, ο καθένας σας θα ανακαλύψει κάτι ολότελα διαφορετικό σε αυτόν τον δίσκο.
Η ίδια του η ψυχή βρίσκεται εκτεθειμένη στην αρχή. Το ομότιτλο κομμάτι ξεδιπλώνεται επί δεκατρία ολόκληρα λεπτά, αποτελούμενο μόνο από μελωδικά φωνητικά και ρυθμικές επαναλήψεις – μια σχεδόν μυστικιστική διάθεση κατακλύζει εξίσου άκοπα το θυμικό. Στο “The Procession for Eric”, αφουγκράζεσαι πνιχτούς ήχους κρουστών, φαντάζεσαι ότι σε προσκαλούν σε μια ιεροτελεστία με μόνο μέτοχο και θεατή εσένα. Η αυλαία απουσιάζει, τα φώτα απαλύνουν και κατά τη διάρκεια του “The Blasted Tower” έχεις όλον τον χρόνο να βυθιστείς στις αγαπημένες σου ψευδαισθήσεις. Να νιώσεις ολόκληρος ή έστω να εντοπίσεις τα χαμένα σου κομμάτια. Να αιφνιδιαστείς με το απρόβλεπτα παράταιρο “That’s Why” μέχρι να θυμίσεις στον εαυτό σου ότι δεν υπάρχει ποτέ κάτι που δεν θα έπρεπε να περιμένεις όταν στέκεσαι ακίνητος μες σε ένα περιβάλλον που ζει και αναπνέει την αναποφασιστικότητά σου.
Ήρθε η ώρα να ξυπνήσουμε και τους ημιθανείς.
Βικτώρια Λαμπροπούλου