Η δικαίωση μετά θάνατον στη μουσική και γενικότερα στην τέχνη είναι ένα γεγονός το οποίο τυχαίνει να μην ενδιαφέρει καθόλου, μα καθόλου, αυτόν που την καρπώνεται. Υποτίθεται πως η αυταρέσκεια του καλλιτέχνη αποζητά την αναγνώριση εδώ και τώρα ή έστω μια κοντινή μέρα που μπορεί να τη ζήσει. Εντούτοις υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις για τις οποίες η υστεροφημία είναι το τελευταίο που θα ποθούσαν, αν και στο τέλος αυτές είναι που αφήνουν τόσο έντονα το στίγμα πίσω τους όταν χαθούν για πάντα.
Για τον Elliott Smith τίποτα δεν ήρθε έτσι απλά. Μέλος μια σχεδόν άσημης κιθαριστικής μπάντας στις αρχές των 90’s, τους Heatmiser, μένει μόνος καθώς διαλύεται το γκρουπ, γράφει τραγουδάκια, η τότε σχέση του τον ωθεί να τα βγάλει προς τα έξω, βγαίνει στη σκηνή, κάποιος τον σπρώχνει να βγει πιο μπροστά, να τραγουδήσει πιο δυνατά, να ακουστεί πιο μακριά. Το αποτέλεσμα; Μια διαρκής αμηχανία, ένα αστείρευτο ποτάμι συνθέσεων, το άλμα στις μεγάλες εταιρίες, η μοναξιά, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, το τέλος.
Το Heaven Adores You, ως συλλογή και ως σάουντρακ του νέου ντοκιμαντέρ που μιλά για τη ζωή του E.S, δεν είναι εδώ για μιλήσει για όλα αυτά. Τα υπονοεί χωρίς όμως να τα προϋποθέτει. Ασχέτως αν έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή συνθέσεων και εκτελέσεων που κάπου-κάπως ξέμειναν, τίποτα δεν φαντάζει σαν να μην έχει ξαναειπωθεί και τίποτα την ίδια στιγμή δεν κουβαλά την αίσθηση του ανούσιου ή περιττού, τουλάχιστον στα μισά κομμάτια εδώ που έχουμε στίχους. Πραγματικά δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς με απλές συνθέσεις οι οποίες όχι απλά δεν γερνάνε, αλλά όσο τις ακούς γίνονται όλο και πιο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου (βλ. “Say Yes”, “Son Of Sam”, “Coast To Coast”, “Everything Means Nothing To Me” κ.α.).
Αν και παραμονεύει στο ξεκίνημα της συλλογής ο κίνδυνος να έχουμε κάτι παρεμφερές περιττό όπως το πρόσφατο Montage Of Heck για τον Kurt Cobain, με τις ορχηστρικές συνθέσεις να θυμίζουν μπάντα που δοκιμάζει κάτι πριν την έναρξη της πρόβας, εντούτοις με το που ακούμε το “Christian Brothers” όλα βρίσκουν το δρόμο τους. Γίνεται απολύτως κατανοητό στη συγκεκριμένη σύνθεση πως οι συνθέσεις του E.S. δεν μπορούν να διασκευαστούν από κανέναν εκτός του ίδιου. Αυτοί οι τόσο εύθραυστοι στίχοι δεν μπορούν έτσι απλά να τραγουδηθούν. Όποιο τρόπο διαλέξει αποκλειστικά ο ίδιος για να τις ερμηνεύσει το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Μια αισθητική ανισόρροπης τέλειας ισορροπίας, φθαρτής αλλά και απέθαντης ομορφιάς μουσική που σε βουτά εντός σου και στο τέλος βγαίνει ένα χαμόγελο κραταιό, αυτό που ποτέ δεν κατάφερε να βγάλει ο αυτόχειρας δημιουργός τους.
Θα μπορούσαν αρκετές συνθέσεις που βρίσκονται εδώ να παίζουν με τις ώρες θυμίζοντας σκοτεινές περιόδους που συνόδευσαν πολλ@ς από μας, αλλά στο τέλος μας έβγαλαν σώ@ς και ίσως πιο υγιείς από πριν. Μόνο ένας δεν τα κατάφερε και κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για αυτό. Αυτή η ιστορία, όπως του Kurt Cobain, του Nick Drake και ορισμένων λιγοστών άλλων, δεν γινόταν δυστυχώς να έχει υπάρξει διαφορετικά. Ας αρκεστούμε λοιπόν σε ότι πολύτιμο άφησαν πίσω τους.
Μπάμπης Κολτράνης