ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ

(…) Εάν θες να κάνεις συμβόλαιο με τον διάολο, πρώτα θα κόψεις τα νύχια σου όσο πιο κοντά μπορείς. Πάρε ένα κόκκαλο από μαύρη γάτα και μια κιθάρα, και πήγαινε τα μεσάνυχτα σε μια απόμερη διχάλα των δρόμων. Κάτσε εκεί και παίξε το καλύτερο σου κομμάτι, και καθώς παίζεις, να σκέφτεσαι τον διάολο και να εύχεσαι να φανεί. Όπως θα περνάει η ώρα, θ’ακούς μουσική, στην αρχή μόλις που θα ακούγεται, αλλά μετά θα δυναμώνει όλο και πιο πολύ με το που θα πλησιάζει ο μουσικός κοντά σ’ εσένα. Μη γυρίσεις να κοιτάξεις, απλά συνέχισε να παίζεις την κιθάρα σου. Ο μουσικός, άφαντος για εσένα, θα έρθει και θα κάτσει στο πλάι σου, και θα παίξει μουσική μαζί μ’ εσένα. Μετά από λίγη ώρα, θα νιώσεις κάτι να τραβάει το όργανο απ’ τα χέρια σου. Μην προσπαθήσεις να το κρατήσεις. Άσε τον διάολο να το πάρει, και συνέχισε να κουνάς τα δάχτυλα σου λες κι ακόμη κρατάς την κιθάρα. Τότε ο διάολος θα σου δώσει το δικό του όργανο να παίξεις, και θα σε συνοδέψει παίζοντας με το δικό σου. Αφού το κάνει αυτό για λίγη ώρα, θα σου γραπώσει τα χέρια και θα σου κόψει τα νύχια μέχρι να ματώσουν ∙ μετά θα πάρει πίσω την κιθάρα του και θα σου δώσει πίσω τη δικιά σου. Μη σταματήσεις να παίζεις ∙ και μη γυρίσεις να κοιτάξεις. Η μουσική του θ’ ακούγεται όλο και πιο αχνά καθώς εκείνος θ’ απομακρύνεται. Όταν δεν θ’ ακούγεται τίποτα, τότε μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου. Θα μπορείς να παίξεις όποιο κομμάτι θέλεις στην κιθάρα, και να κάνεις οτιδήποτε επιθυμείς στον κόσμο τούτο ∙ αλλά θα έχεις πουλήσει την αιώνια ψυχή σου στον διάολο, και στην άλλη ζωή θα του ανήκεις (…)*

Newbell Niles Puckett, Folk Beliefs of the Southern Negro 

Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα, πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι, κι εκεί χαράζει κάτω στη γης με μαυρομάνικο μαχαίρι ένα γύρο, και μπαίνει μέσα και κάθεται και παίζει. Σε λίγο έρχονται απ’ ολού θες νεράιδες και τον τριγυρίζουν. Ο σκοπός των δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο που’ ναι χαραγμένος με μαυρομάνικο μαχαίρι, κοιτάζουν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν όξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα, μα κείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά κι εξακολουθεί να παίζει ατάραχα τη λύρα.

«Μα δεν την ξέρεις» του λένε, σαν ιδούν πως πάν’ τα πλανέματα τους στα χαμένα ∙ «τι την παίζεις και χάνεις κόπο;» «Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω» τους αποκρίνεται ο λυράρης ∙ «τι σας εγνοιάζει;» «Μπα, τίποτε» του λεν ∙ «μόνο, αν θέλεις, σε μαθαίνομε να παίζεις λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύγουνε κι οι πέτρες». Και τον παρακαλούν να βγει από το γύρο. Κείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά, του ζητούν μόνο τη λύρα. Ο λυράρης τη δίνει, μόνο φυλάγεται μη βγάλει όξω από το γύρω το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί ζουγλαίνεται ή κόβεται. Παίρνει τότε μια νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές με πολλή τέχνη, και του τη δίνει ύστερα πάλι με δυσαρέσκεια και του λέγει: «Πάρε την, εσύ δε μας πιστεύεις. Να βγεις έξω, και μεις θα σου μάθομε».

Μόνο ο λυράρης, τίποτες ∙ δεν ακούει, και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Οι νεράιδες, που θέλουν κάτι να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο με τη λύρα, για να γελαστεί καμιά φορά να βγάλει παραέξω το χέρι του. Στο τέλος, όταν κράξει ο πετεινός, για να μη τις βρει η ημέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα,  ό,τι κι αν είναι, για να τον μάθουν. Κι εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δαχτύλι, και το κόβουν αμέσως οι νεράιδες. Όμως δεν τον γελούν, παρά σε λίγη στιγμή τον μαθαίνουν να παίζει σαν κι αυτές, και ύστερα χάνονται.

Για εκείνο ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέγει καμιά φορά: «Αμ’ ίντα θαρρείτε; Εγώ τη λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι».

Παραδοσιακό Κάτω Μεσσαράς Κρήτης (Νικόλαου Γ. Πολίτη, Παραδόσεις)

(…) Ο Van Gennep έδειξε ότι όλες οι τελετές μετάβασης διακρίνονται από τρεις φάσεις: τον αποχωρισμό, την μεθόριο (ή limen) και το συνολικό αποτέλεσμα. Η πρώτη φάση του αποχωρισμού περιλαμβάνει συμβολικές συμπεριφορές που δηλώνουν την αποδέσμευση του ατόμου ή της ομάδας είτε από ένα προγενέστερο σταθερό σημείο στην κοινωνική δομή, είτε από ένα σύνολο πολιτισμικών συνθηκών (μιας«κατάστασης») ∙ κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης μεθοριακής περιόδου, η κατάσταση του τελετουργικού υποκειμένου (του «διαβαίνοντος») είναι ασαφής –διασχίζει μια περιοχή που έχει ελάχιστα, ή και κανένα απολύτως, από τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος ή της επερχόμενης κατάστασης ∙ στην τρίτη φάση, η μετάβαση ολοκληρώνεται. Το τελετουργικό υποκείμενο, ως άτομο ή ως ομάδα, βρίσκεται και πάλι σε μια σταθερή κατάσταση, χάρη στην οποία έχει αποκτήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις σαφή καθορισμένου και «δομικού» τύπου, και αναμένεται να συμπεριφερθεί σύμφωνα με ορισμένες εθιμικές νόρμες και ηθικά πρότυπα*.

Victor W.Turner, Betwixt and Between: The Liminal Period in Rites de Passage

*Μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: ΑΤΜ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.