Το να μην επηρεάζει μια μπάντα ο τόπος που ζει είναι σχεδόν αδύνατο. Είτε προσπαθώντας να αποφύγει τον περίγυρω της, βγάζοντας κάτι εκ διαμέτρου υφολογικά αντίθετο, είτε βουτώντας σε αυτό, η επίδραση παραμένει εμφατική. Λοιπόν, με τους Last Rizla καταλαβαίνεις πως έχεις να κάνεις με μια μπάντα που ζει και αναπνέει στην Αθήνα. Χωρίς φωνές, με βαρύ βηματισμό και με έντονες μελωδίες, δημιουργούν ένα άκουσμα που δεν έχει σημασία ακριβώς ποιες είναι οι ρίζες του, αλλά η κατεύθυνση που χαράζει η στάμπα του. Σαν την Αθήνα ένα πράγμα.
Ας αφήσουμε όμως την μητρόπολη που πολλ@ αγάπησαν να μισούν και μίσησαν να αγαπάνε και ας πάμε στο δεύτερο δισκογραφικό βήμα των LR. Σε αυτό έχουμε τρεις συνθέσεις που σε αργοκίνητους ρυθμούς εκμεταλλεύονται τον χρόνο που κατέχουν. Αυτό σημαίνει πως ενώ έχουμε απλές ιδέες ως τον βασικό κορμό των κομματιών, αυτές ξεδιπλώνονται ως προς τον όγκο και την σύνθεση τους. Προσωπικά ποτέ δεν συμπάθησα το stoner ως είδος και ίσως με μια πρόχειρη ακρόαση κάποι@ να τους εντάξουν σε αυτήν την κατηγορία των συγκροτημάτων. Αυτό όμως που συμβαίνει είναι ο ήχος να μην βαραίνει μονοκόμματα, οι μελωδίες ιδίως στο πρώτο κομμάτι του δίσκου, “He Who Talks Loud Saying Nothing”, να βγαίνουν καθαρές στην επιφάνεια και η έλλειψη φωνής να χαώνει το όλο άκουσμα. Από την άλλη βέβαια ο όρος instrumental rock χωρά πλέον τα πάντα, οπότε αν με το ζόρι πρέπει να τους χαρακτηρίσουμε κάπως, ας τους τον αποδώσουμε να ηρεμήσουμε κιόλας από τα πολλά και ενοχλητικά μερικές φορές ερωτήματα.
Πάντως το βασικό ατού του Seamen είναι η απλότητα που το διακατέχει. Σε κανένα σημείο δεν ακούγεται κάτι περιττό και για αυτόν τον λόγο από την πρώτη ακρόαση γίνεται αντιληπτή η ιδιαίτερη χροιά του. Από την άλλη πλευρά λείπει το στοιχείο της έκπληξης σε κάποιο μέρος που να έκανε μια σύνθεση να ξεφύγει από την ελαφρώς προκαθορισμένη πορεία της. Πάντως η εγκεφαλικότητα των συνθέσεων, η έλλειψη κανονικών solo και η επιμονή κάποιων κολληματικών αποσπασμάτων, θυμίζει ελαφρώς τις εκρηκτικές στιγμές των επίσης Αθηνέζων Incognita Sperans.
Οπότε ξαναγυρνάμε στο χαοτικό χωνευτήρι που λέγεται Αθήνα, το οποίο ποτέ στην αρχή δεν αχνοφαίνεται ως τόπος καταληκτικός μιας ύπαρξης, αλλά πολλές φορές έτσι τυχαίνει να γίνει. Αυτό συμβαίνει ίσως κατά μια έννοια και με το Seamen, που δεν γίνεται να μην το ακολουθήσεις μέχρι το τέλος του. Ασχέτως αν έχεις μείνει με το άγχος μην τυχόν και ξεμείνεις από χαρτάκια ακούγοντας το.
Μπάμπης Κολτράνης